Ο Antonio Lucio Vivaldi, γνωστός και με το προσωνύμιο il Prete Rosso (ο κοκκινομάλλης παπάς) λόγω του χρώματος των μαλλιών του, ήταν Ιταλός συνθέτης, δεξιοτέχνης βιολονίστας και ιερέας της εποχής του Μπαρόκ.
Γράφει η Χαρά Δελλή
Γεννήθηκε στη Βενετία το 1678. Λέγεται ότι βαφτίστηκε ανεπίσημα την ίδια ημέρα από φόβο θανάτου του, μετά από ελαφρύ τραυματισμό που υπέστη σε σεισμό εκείνη τη μέρα, ενώ η επίσημη βάφτισή του έλαβε χώρα δύο μήνες αργότερα.
Γονείς του Antonio Vivaldi ήταν ο Giovanni Battista Vivaldi και η Camilla Calicchio. Είχε πέντε αδέρφια, τους Margarita Gabriela, Cecilia Maria, Bonaventura Tomaso, Zanetta Anna και Francesco Gaetano. Ο πατέρας του ήταν αρχικά κουρέας ενώ αργότερα ασχολήθηκε επαγγελματικά με το βιολί και ήταν αυτός που δίδαξε στον Αντόνιο το όργανο.
Περιόδευσαν στη Βενετία οι δυο τους δίνοντας παραστάσεις. Στα 24 είχε πολλές γνώσεις στη μουσική και προσλήφθηκε στο ορφανοτροφείο του Ospedalle della Pietà.
Αρκετά έργα ο Antonio Vivaldi συνέθεσε για το γυναικείο μουσικό σχήμα του ορφανοτροφείου για εγκαταλειμμένα παιδιά στο οποίο ο Βιβάλντι εργάστηκε στις περιόδους 1703-1705 και 1723-1740.
Μετά την πρόσληψή του έγραφε κοντσέρτα, καντάτες και θρησκευτική μουσική σε μεγάλη ποικιλία για φωνητικά σύνολα. Σόλο κομμάτια μέχρι μεγάλης κλίμακας χορωδιακά έργα για σολίστ, διπλή χορωδία και ορχήστρα. Το 1704 εκτός από τη θέση του ως δάσκαλος του βιολιού, ανατέθηκαν στο συνθέτη και τα καθήκοντα ως δασκάλου της viola all’inglese. Ο συνθέτης επίσης κατείχε και τη θέση του δασκάλου της χορωδίας που απαιτούσε πολλές ώρες δουλειάς εκ μέρους του. Συνέθετε ένα ορατόριο σε κάθε γιορτή, ενώ παράλληλα έπρεπε να διδάσκει τους μαθητές τόσο θεωρία της μουσικής όπως επίσης και το πώς να παίζουν κάποια όργανα.
Ο Βιβάλντι είχε μια μορφή άσθματος που του δημιούργησε προβλήματα στην εκτέλεση πνευστών οργάνων, αλλά δεν τον εμπόδισε να μάθει βιολί ή να συνθέτει. Στα 15 ξεκίνησε να μελετά προκειμένου να γίνει ιερέας. Χειροτονήθηκε το 1703 σε ηλικία 25 ετών. Σύντομα μετά τη χειροτόνησή του, το 1704, απαλλάχθηκε από την τέλεση της Θείας Λειτουργίας εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του. Τέλεσε τη Θεία Λειτουργία ως ιερέας λίγες μόνο φορές, ενώ παρόλο που ανακλήθηκε από τα λειτουργικά του καθήκοντα, παρέμεινε ιερέας.
Το 1705 η πρώτη συλλογή (Connor Cassara) των έργων του εκδόθηκε από τον Giuseppe Sala. Το Opus 1 είναι μια συλλογή 12 σονάτων για δύο βιολιά και συνοδεύον μπάσο. Το 1709 εκδόθηκε η δεύτερη συλλογή του (Opus 2), 12 σονάτες για τον ίδιο μουσικό σχηματισμό.
Η πραγματική καινοτομία σε ό, τι αφορά το έργο του ως συνθέτη ήρθε με μια συλλογή 12 κονσέρτων για ένα, δύο ή τέσσερα βιολιά με συνοδεία ορχήστρας εγχόρδων ονόματι L’estro armonico (Opus 3). Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1711 στο Άμστερνταμ από τον Estienne Roger, γνώρισε πανευρωπαϊκή επιτυχία και είναι αφιερωμένο στον Μεγάλο Πρίγκηπα Φερδινάνδο της Τοσκάνης. Το 1714 ακολούθησε η La stravaganza (Opus 4), μια συλλογή κονσέρτων για σόλο βιολί και ορχήστρα εγχόρδων, αφιερωμένη σε έναν παλιό μαθητή του στο βιολί: τον βενετσιάνο ευγενή Vettor Dolfin.
Το 1717 ή το 1718 προσφέρθηκε στον Βιβάλντι η θέση του Maestro di Capella στην αυλή του κυβερνήτη της Μάντουα πρίγκηπα Philip of Hesse-Darmstadt. Έζησε εκεί για τρία έτη και παρήγαγε αρκετές όπερες μεταξύ των οποίων και η Tito Manlio (RV 738).
Τότε συνέθεσε και τις “Τέσσερις εποχές” (Le quattro stagioni), τέσσερα πρωτότυπα κονσέρτα δηλαδή όπου «σκιαγραφούνται» σκηνές για κάθε μια εποχή, εμπνευσμένα από την εξοχή που γύρω από τη Μάντουα.
«Η άνοιξη είναι προ των πυλών. Τα πουλιά γιορτάζουν την επιστροφή της με εορταστικό τραγούδι, και τα ρεύματα αγαλλιούν, καθώς η αύρα τα χαϊδεύει. Οι καταιγίδες, αυτοί οι προάγγελοι της Άνοιξης, βρυχώνται, καθώς απλώνουν τον σκοτεινό μανδύα τους πάνω από τον ουρανό. Στη συνέχεια σβήνουν σιωπηλά, και τα πουλιά ξεκινούν πάλι το γοητευτικό τους τραγούδι.»
Η ενασχόλησή του με την όπερα ήρθε το 1723, ενώ ένα χρόνο μετά έγινε ιμπρεσάριος στο Teatro Sant’Angelo στη Βενετία όπου και παρουσιάστηκε η όπερά του Orlando finto pazzo (RV 727). Το 1715 παρουσίασε την όπερά του Nerone fatto Cesare (RV 724) με μουσική από 7 διαφορετικούς συνθέτες εκ των οποίων εξείχε ο Βιβάλντι. Η όπερα περιείχε 11 άριες και σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Το προοδευτικό ύφος του στην όπερα δημιούργησε στον συνθέτη ορισμένα προβλήματα με κάποιους συντηρητικούς μουσικούς όπως ο Benedetto Marcello, ειρηνοδίκης και ερασιτέχνης μουσικός, που έγραψε ένα φυλλάδιο κατηγορώντας δημόσια τον συνθέτη και το έργο του.
Οι όπερες του Vivaldi είχαν κάποια επιτυχία στη Βενετία και στη Βιέννη. Μετά τη συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ΄ ο Βιβάλντι μετοίκησε στη Βιέννη όπου και έλπιζε στην τοποθέτησή του ως μουσικού. Ο αυτοκράτορας ωστόσο σύντομα απεβίωσε και ο συνθέτης έφυγε από τη ζωή το 1741 πάμφτωχος άνευ κάποιας σταθερής πηγής εισοδήματος.
Θάφτηκε δίπλα από την Karlskirche, σε μια περιοχή που πλέον εδράζεται το Πολυτεχνείο (Technical Institute). Το σπίτι όπου ζούσε ο συνθέτης στη Βιέννη κατεδαφίστηκε ενώ τώρα η περιοχή εν μέρει καταλαμβάνεται από το ξενοδοχείο Sacher. Αναμνηστικές πλάκες έχουν τοποθετηθεί και στις δύο τοποθεσίες όπως επίσης και ένα «αστέρι» Βιβάλντι στο βιεννέζικο Musikmeile και ένα μνημείο στην Rooseveltplatz.
Παρόλο που η μουσική του έτυχε ευρείας αποδοχής και αρεσκείας από το κοινό ενώ ο ίδιος ήταν εν ζωή, μετά το θάνατό του η δημοτικότητά της μειώθηκε αρκετά ως την ταχεία αναγέννησή της στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Στις μέρες μας, ο Βιβάλντι συγκαταλέγεται μεταξύ των δημοφιλέστερων και περισσότερο ηχογραφημένων μπαρόκ συνθετών.
Η μουσική του Βιβάλντι -μεταξύ άλλων- συμπεριλαμβάνεται από τον Alfred Tomatis στις θεωρίες του περί επιδράσεων της μουσικής στην ανθρώπινη συμπεριφορά και χρησιμοποιούνται στη μουσικοθεραπεία.
Θεωρείται και από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του καθώς και ο δημοφιλέστερος του κλασσικού μπαρόκ, αφού με τη μουσική του επηρέασε πλήθος συνθετών όπως οι Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν. Η μουσική του Βιβάλντι ήταν καινοτόμος στην εποχή της. Έκανε πιο ζωηρή την επίσημη και ρυθμική μορφή του κονσέρτου, στο οποίο εστίασε σε αρμονικές αντιθέσεις και καινοτόμες μελωδίες και μουσικά θέματα˙ αρκετές από τις συνθέσεις του είναι φανταχτερές, σχεδόν παιχνιδιάρικες και διαχυτικές.
Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται δεκάδες κοντσέρτα για βιολί -μια ενότητα των οποίων αποτελούν τις περίφημες “Τέσσερις Εποχές“, ένα εξαιρετικό δείγμα «περιγραφικής» μουσικής πριν τον 19ο αιώνα- και άλλα όργανα, πάνω από 40 όπερες και πλήθος άλλων έργων θρησκευτικής μουσικής.
Μόνο τρία πορτρέτα του Antonio Vivaldi είναι γνωστά στις μέρες μας: ένα χαρακτικό, μια ελαιογραφία και ένα σχέδιο με μελάνι. Το χαρακτικό φιλοτέχνησε ο Francois Morellon Le Cave το 1725 και απεικονίζει τον Βιβάλντι κρατώντας ένα φύλλο μουσικής. Το σχέδιο με μελάνι απεικονίζει μόνο το κεφάλι και τους ώμους του συνθέτη σε προφίλ και φιλοτεχνήθηκε το 1723 από τον Ghezzi. Τέλος, η ελαιογραφία που ανευρίσκεται στο Liceo Musicale της Μπολόνια μας παρέχει πιθανότατα την πιο ακριβή απεικόνιση του συνθέτη καθώς επισημαίνει τα κόκκινα μαλλιά του κάτω από την ξανθιά του περούκα.