Ο Νορβηγός ζωγράφος Έντβαρτ Μουνκ (Edvard Munch) γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1863. Είναι το δεύτερο από τα πέντε παιδιά του στρατιωτικού γιατρού Christian Munch και της συζύγου του Laura. To πιο διάσημο έργο του, που γνωρίζουν σχεδόν όλοι, είναι «Η κραυγή».
Γράφει η Αγγελίνα Παπαθανασίου
Περνά τα παιδικά του χρόνια στην Kristiania, το σημερινό Όσλο, όπου η οικογένεια ζει με τον μέτριο μισθό του γιατρού πατέρα του. Όταν ο Μουνκ είναι πέντε ετών, η μητέρα του πεθαίνει από φυματίωση. Τότε η αδελφή της μητέρας του, η Κάρεν, αναλαμβάνει τη φροντίδα του ίδιου και των αδελφών του.
Ως παιδί, ο Μουνκ ήταν συχνά άρρωστος και αρκετές φορές κοντά στον θάνατο. Περνάει τους μεγάλους χειμώνες στο κρεβάτι και επειδή δεν είναι αρκετά καλά για να πάει σχολείο, κάνει μαθήματα στο σπίτι. Έχει έτσι την ευκαιρία να ασχοληθεί με το σχέδιο, που του αρέσει πολύ. Ζωγραφίζει σχεδόν τα πάντα: τοπία, δωμάτια, πορτρέτα, αντίγραφα άλλων ζωγράφων κ.ά.
Σε ηλικία δεκαεπτά ετών γράφει στο ημερολόγιό του «Η μοίρα μου είναι να γίνω ζωγράφος». Η θεία Κάρεν βλέπει το ταλέντο του και ενθαρρύνει το ενδιαφέρον του για την τέχνη. Το 1880, ξεκινά ως φοιτητής στη Βασιλική Νορβηγική Σχολή Σχεδίου και Τέχνης. Σε ηλικία 22 ετών, ο Edvard Munch ταξιδεύει στο Παρίσι με υποτροφία. Ένας νέος κόσμος ανοίγεται μπροστά του.
Το 1892, ο Μουνκ προσκλήθηκε να εκθέσει τα έργα του στην Ένωση Καλλιτεχνών του Βερολίνου. Τόσο το κοινό όσο και οι κριτικοί αντιδρούν με αποστροφή και αποκαλούν τους πίνακες του Μουνκ προσβολή της τέχνης. Η έκθεση κλείνει μετά από μόλις μία εβδομάδα. «Δεν μπορείς να έχεις καλύτερη διαφήμιση» γράφει με χαρά στη θεία Κάρεν. Στο Βερολίνο κάνει νέους φίλους, συμπεριλαμβανομένου του Σουηδού θεατρικού συγγραφέα August Strindberg και του Πολωνού συγγραφέα Stanislaw Przybyszewski.
Το 1896, ο Μουνκ προσπαθεί να κατακτήσει τον κόσμο της τέχνης στο Παρίσι, αλλά αποτυγχάνει. Οι ίδιοι πίνακες που έχουν προκαλέσει τόσο έντονες αντιδράσεις στη Γερμανία, αντιμετωπίζονται με αδιαφορία από τους Γάλλους. Το 1902, εκθέτει μια σειρά από πίνακες που εξερευνούσαν όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Η καριέρα του αρχίζει να ανεβαίνει, αλλά η σωματική και ψυχική υγεία του βρίσκεται σε πτώση. Ταξιδεύει, πίνει πάρα πολύ και είναι συνεχώς νευρικός.
Το 1916, λίγο έξω από το Όσλο αγοράζει ένα ακίνητο και αποκτά πια μόνιμη κατοικία μέχρι και το τέλος της ζωής του. Το 1940, τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλλουν στη Νορβηγία. Ο Μουνκ ανησυχεί για το τι θα γίνει με τους πίνακες που βρίσκονται σπίτι του. Αλλάζει τη διαθήκη του και αποφασίζει να κάνει δώρο όλα σχεδόν τα έργα του στον δήμο του Όσλο. Στις 23 Ιανουαρίου 1944, ο Edvard Munch πεθαίνει ήρεμα στο κρεβάτι του.