Πέμπτη, 5 Οκτωβρίου, 2023
More
    ΑρχικήΣυγγραφής ΤέχνηΈχει ο καιρός γυρίσματα...- Αγάπη Ντόκα

    Έχει ο καιρός γυρίσματα…- Αγάπη Ντόκα

    -

    Έχει ο καιρός γυρίσματα

    Δεν προλαβαίνεις να παροπλίσεις την ομπρέλα και πάλι την ξαναβγάζεις στη φόρα. Εκεί που ο ήλιος λάμπει, κάτι σύννεφα εμφανίζονται από το πουθενά και η βροχή είναι γεγονός. Άσε με τις κουβέρτες και τα μπουφάν! Εκεί να δεις κάλαντα! Τη μια νύχτα σεντονάκι και την άλλη φλις! Λες: «Αύριο θα πάμε για μπάνιο», τους ξεσηκώνεις όλους για θαλασσίτσα και ξάπλες και καταλήγετε πάλι σπίτι να ψάχνετε στις ντουλάπες για καμία ζακετούλα. Δεν είναι πράγματα αυτά!

    Κι επιτέλους! Μια μέρα ζέστη και ήλιος, το μετεό λέει ούτε σταγόνα βροχής, ζαλώνεστε μπαγκάζια και τάπερ, ομπρέλες και τραπεζοκαθίσματα, φραπεδιές για το δρόμο και μπισκοτολούκουμα για τη λιγούρα, βάζεις και τραγούδια στο ράδιο που ανεβάζουν τη διάθεση, γιατί λίγο σαν να έπεσε με τις εναλλαγές αυτές και βουρ για παραλία!

    Την ίδια ιδέα είχαν και εκατοντάδες άλλοι, που τώρα κι αυτοί ψάχνουν μέρος να παρκάρουν κι ένας στην παίρνει τη θέση, τι να του πεις; «Εγώ την είδα πρώτος;» Πιάνεται η θέση με τα μάτια; Βρίσκεις κάπου τελικά να αφήσεις το όχημα, βάζεις το υπέροχο λαμέ πανάκι στο παρμπρίζ και ξεκινάτε για αμμουδιά. Φυσικά δεν βρίσκεις θέση  ούτε το κοντάρι να μπήξεις, όχι να απλώσεις και ψάθα. Κακήν-κακώς βολεύεσαι, οι καρέκλες στριμωχτά ως δείγμα σύσφιξης σχέσεων, ζητάς συγγνώμες δεξιά-αριστερά που πηδάς από πάνω τους μέχρι να φτάσεις στο νερό, βουτάς πόδι, μπρρρ… κρύο το νερό. Δεν πτοείσαι, ήρθατε να κάνετε μπάνιο και θα κάνετε πάση θυσία!

    Ρίχνεις τις απλωτές σου, κουτουλάς πάνω σε κάποιο σώμα που βρέθηκε στη ρότα σου, πας λίγο στα βαθιά για καλύτερες συνθήκες, κάτι σε ακούμπησε στο πόδι, ξεφωνίζεις όσο πιο κομψά μπορείς με τον τρόμο στο μάτι να έχει πάρει μέγεθος βλέμματος αγελάδας, βγαίνεις στον μισό χρόνο απ’ ό, τι έκανες να μπεις, «Πού είναι το τζελ για τα  βδελύγματα του νερού;» αναρωτιέσαι, ανακατεύεις τις χαριτωμένες τσάντες παραλίας έως πάτο, βρίζεις για το τσούξιμο που γίνεται εντονότερο, «Βοηθήστε, ρε παιδιά, να το βρούμε, ψάξτε κι εσείς!» παρακαλάς, για να αρχίσει ένας διάλογος-τρίλογος-τετράλογος  «Δεν ξέρουμε πού το έβαλες, Εγώ δεν το είδα, Πού ήταν; Ήταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ποιος το πήρε; Εγώ πάντως δεν το είδα, Ούτε εγώ, Καλά δεν θυμάσαι πού το έβαλες;» με την καταπληκτική καταληκτική και καίρια ερώτηση «Το πήρες;» Θα τσούζεις.

    Από τις διπλανές καρέκλες ακούγεται μια φωνή «Εμείς όταν είμασταν μικροί και μας τσιμπούσε μέδουσα, κατουρούσαμε εκεί που μας τσίμπησε» και σου ’ρχεται η σιχασιά με το που το κάνεις εικόνα, καλύτερα να τσούζεις.

    Θυμάσαι ότι ούτε αντηλιακό έβαλες, ξανά-μανά ανακάτεμα, ευτυχώς αυτό το βρίσκεις, δεν γινόταν να μην βρεις έστω ένα, πήρες τον μισό Χόντο σε κρέμα, σε λάδι, σε σπρέι, από χωρίς προστασία έως 50άρι, βάζεις λάδι που μαυρίζεις πιο γρήγορα, έτσι σου είπε η πωλήτρια και συμπλήρωσε ότι παλιά έβαζαν βαζελίνη, εκείνη στο κόκκινο κουτί και καταμαύριζαν.

    Την αράζεις κάτω από την ομπρέλα, μη καείς κιόλας ντάλα ήλιο, παίρνεις και το κινητό κι αρχίζεις τσίκι-τσίκι μηνύματα, βγάζεις σέλφι και ποστάρεις φουμπού και ίνστα, δίπλα σου οι άλλοι το ίδιο κάνουν, ο καθείς στον κόσμο του και όλοι μαζί στον κόσμο τον ιντερνετικό που όλοι είναι παρόντες και κανείς δεν συναντιέται με κανέναν, παραδίπλα μια έξω από αυτόν τον κόσμο διαβάζει ένα βιβλίο, πάει καλά; Ντεμοντέ εντελώς η τύπισσα, κοίτα το μαγιό της και θα καταλάβεις, σχέδιο προπερσινό.

    Έχει ο καιρός γυρίσματα

    Τα παιδιά δίπλα σου γκρινιάζουν, θέλουν κάτι να φάνε, η θάλασσα ανοίγει την όρεξη και όχι μόνο τη δική τους, ανοίγεις τάπερ με κεφτεδάκια και πατάτες, τι κι αν κρύωσαν, όταν πεινάς αυτά είναι λεπτομέρειες,  κάτι σαλατίτσες και τζατζίκια με μπόλικο ελληνικό σκόρδο, σπάνε οι μύτες ολονών που γυρνάνε και κοιτάνε, αυτό δεν είναι ντεμοντέ, ξανάρθε στη μόδα, κρίση γαρ και οι τσέπες προτιμούν να είναι μπαλωμένες για να μην πέφτουν τα κέρματα, παρά να είναι γερές και άδειες.

    Σαβουριάζετε το σύμπαν, ευτυχώς έχει παραδίπλα μπιτσόμπαρο για καφέδες και καντίνα για παγωτά, τραβιέται ένα κάτι τις μετά το χλαπάκιασμα, τραβάς κι έναν ύπνο στην ψάθα, που μέχρι τώρα μαλώνατε ποιος θα κάτσει στις καρέκλες, σε γλυκαίνει το αεράκι και ξεχνάς να ξυπνήσεις, μέχρι που σου ’ρχεται κατακέφαλα μπαλάκι από ρακέτες, βρίζεις τους κατόχους και ξανακάνεις καβγά για το ποιος θα καθίσει τώρα στην ψάθα.

    Νιώθεις ένα τράβηγμα στο δέρμα, κοιτιέσαι και γουρλώνεις, έχεις γίνει γαριδί, το αντηλιακό ήταν για γρήγορο τηγάνισμα. Κοιτάς ρολόι, κοιτάς γύρω, έχει αρχίσει να φεύγει ο κόσμος, «Ωραία –λες– θα απολαύσουμε λίγη ησυχία επιτέλους», έχεις φάει και τα ντεσιμπέλ στη μάπα όλες αυτές τις ώρες, να ηρεμήσετε ήρθατε.

    Σουρουπώνει, αρχίζει μια ψύχρα να ίπταται και να σας τριγυρνάει ως άλως, οι περισσότεροι έχουν μείνει στις θέσεις τους, θέλουν να επωφεληθούν όσο περισσότερο γίνεται, οι ομπρέλες έχουν κλείσει, τα γυαλιά έχουν βγει, ρίχνετε τις πετσετούλες ανέμελα στους ώμους και τότε σκάει η πρώτη σταγόνα. Κοιτάτε ομαδικώς τον ουρανό, «Αφού δεν είπε για βροχή» συμφωνείτε όλοι και σκάνε κι άλλες σταγόνες προς διάψευσιν των προγνώσεων.

    Κι αρχίζει μια κινητικότητα άνευ προηγουμένου, αλαλιασμένοι να προσπαθείτε να συντονιστείτε για να μαζευτείτε, όλοι να δίνουν εντολές σε όλους, ένας εκνευρισμός και μια τσατίλα κάνουν εμφάνιση γκεστ, οι σταγόνες πυκνώνουν, τα πράγματα κουβαριάζονται όπως-όπως στις υπέροχες τσάντες παραλίας, μπουντρουμιάζεστε αναμαλλιασμένοι στο αμάξι και μόλις κάθεσαι, βρίσκεις στα πόδια σου πεσμένο το τζελ.

    Έχει ο καιρός γυρίσματα

      Αγάπη Ντόκα

    ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

    εισάγετε το σχόλιό σας!
    παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ