Ο Φρεντερίκ Σοπέν (Fryderyk Franciszek Chopin) ήταν Πολωνός συνθέτης, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής του. Αρκετές συνθέσεις του συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα για πιάνο.
Γράφει η Χαρά Δελλή
Γεννήθηκε στην Πολωνία (Ζελάσοβα Βόλα) το 1809 ή το 1810, τέλη Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου. Ο πατέρας του, Nicolas Chopin, ήταν Γάλλος δάσκαλος της γαλλικής γλώσσας στην Πολωνία και τη Ρωσία, που ζούσε στην Πολωνία από το 1787 (λόγω Γαλλικής Επανάστασης) και έπαιζε βιολί. Είχε αποκτήσει μάλιστα την πολωνική υπηκοότητα και είχε πάρει μέρος στην εξέγερση του 1794. Η μητέρα του συνθέτη, Justyna Krzyżanowska, ήταν Πολωνέζα και πιανίστρια. Ο Φρεντερίκ ήταν το 2ο από τα 4 παιδιά τους, το μοναδικό αγόρι. Μουσική οικογένεια.
Ο Φρεντερίκ από μικρός έδειξε το ταλέντο του στη μουσική. Παρακολουθούσε αρχικά μαθήματα από την μητέρα του (4-5 ετών) κι έπειτα απ’ τον ταλαντούχο μουσικό Wojciech Żywny. Στα 6 του τυπώθηκε η πρώτη του σύνθεση. Σε ηλικία 8 ετών εμφανίστηκε πρώτη φορά δημοσίως ως πιανίστας. Η φήμη του “Σόπινεκ” γρήγορα έγινε μεγάλη και στην Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ. Ο δάσκαλός του στη σύνθεση στο Ωδείο της Βαρσοβίας, Γιόσεφ Έλσνερ, μιλούσε για τις εξαιρετικές ικανότητές του και τη μουσική ιδιοφυΐα του. Λέγεται ότι στα νεανικά του χρόνια ο Σοπέν κοιμόταν με ξύλινες σφήνες ανάμεσα στα δάχτυλά του για να επεκτείνει το εύρος τους.
Το 1829 έδωσε τις πρώτες μεγάλες του συναυλίες στη Βιέννη (αν και προτιμούσε την “οικειότητα” του σαλονιού), ενώ είχε συνθέσει ήδη μερικά σημαντικά έργα, όπως το κοντσέρτο σε φα ελάσσονα (γνωστό ως 2ο κοντσέρτο), την πρώτη σονάτα για πιάνο (σε ντο ελάσσονα), και κάποιες από τις σπουδές για πιάνο. Το 1830 έφυγε από την Πολωνία για να συνεχίσει τις εμφανίσεις του στη Βιέννη. Μετά την αναχώρησή του ξέσπασε στη χώρα επανάσταση κατά της τσαρικής εξουσίας, η οποία συνετρίβη και ο συνθέτης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα του. Του στοίχισε έντονα.
Από το 1831 ζούσε στο Παρίσι, στο κέντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής, όπως και άλλοι σπουδαίοι συνθέτες (Τζοακίνο Ροσσίνι, Φραντς Λιστ, Εκτόρ Μπερλιόζ), συγγραφείς (Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Βίκτορας Ουγκό) και ο ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά, με τους οποίους συνδέθηκαν φιλικά. Τα πρώτα χρόνια στάθηκαν πολύ δύσκολα για τον υπερευαίσθητο Σοπέν. Τα νεύρα του δεν άντεχαν σε δοκιμασίες και η υγεία του, που δεν ήτανε ποτέ καλή, άρχισε να κλονίζεται επικίνδυνα. Λίγους μήνες μετά την άφιξή του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ και σταδιακά η φήμη του εξαπλωνόταν. Σύντομα απέκτησε πολλούς μαθητές και τα μαθήματα του προσέφεραν οικονομική άνεση και ασφάλεια. Παρά τη μεγάλη φήμη του όμως απέφευγε τις εμφανίσεις σε μεγάλα ακροατήρια λόγω ψυχολογικής πίεσης (ή φήμες αγοραφοβίας). Έτσι, στα 18 χρόνια παραμονής στο Παρίσι, έδωσε μόνο 19 ρεσιτάλ. Το 1836-7 είχε ερωτευτεί μία μαθήτρια πιάνου, την Maria Wodzińska, και είχαν αρραβωνιαστεί, όμως η οικογένεια της κοπέλας διέλυσε τον αρραβώνα, πιθανότατα εξ αιτίας των προβλημάτων υγείας του συνθέτη.
Το εκλεπτυσμένα πρωτότυπο έργο του Σοπέν προορίζεται σχεδόν αποκλειστικά για πιάνο. Αρκετά από τα έργα του είναι πολύ απαιτητικά δεξιοτεχνικά, όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι, αλλά αυτό που προέχει δεν είναι η δεξιοτεχνία αλλά ο μελωδικός χαρακτήρας. Μια μελωδική ευρυματικότητα. Μια αρμονική φαντασία. Ήταν έτσι και ο ίδιος, συνεσταλμένος και χαμηλών τόνων. Μάλιστα έχει επισημανθεί ότι η δομή των μουσικών του φράσεων είναι τέτοια, σαν να επρόκειτο να ερμηνευθούν από τραγουδιστή.
Ρομαντική αντίληψη και όχι στείρα υποταγή σε ακαδημαϊκούς κανόνες. Διείσδυση στην ψυχή. Αβίαστο ύφος.
Ο Σοπέν αξιοποίησε τους παραδοσιακούς χορούς της πατρίδας του, τις Πολωνέζες και τις Μαζούρκες, αλλά τα δικά του έργα δεν προορίζονται για χορό, αφού είναι πολύ γρήγορα και δεξιοτεχνικά. Το ίδιο ισχύει και για τα βαλς του.
Ξεχωριστές είναι και οι 24 σπουδές για πιάνο: εκτός από τις τεχνικές απαιτήσεις τους, είναι και αξιόλογα μουσικά κομμάτια που μπορούν να ερμηνευθούν σε συναυλίες.
Οι σονάτες του δεν ακολουθούν την παράδοση του βιεννέζικου Κλασικισμού. Οι κριτικοί της εποχής μάλιστα παρατηρούσαν ότι μάλλον δεν γνώριζε καλά τη φόρμα του είδους, η αλήθεια όμως είναι ότι πιθανότατα δεν θα ήθελε ο ίδιος να τηρήσει την αυστηρή φόρμα. Εξ άλλου προτιμούσε κομμάτια σε ελεύθερες φόρμες όπως οι μπαλάντες και τα Σκέρτσι. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που παρουσίασε σκέρτσο ως αυτόνομο κομμάτι.
Στα κοντσέρτα του για πιάνο και ορχήστρα κυριαρχεί το πιάνο με την ορχήστρα να έχει δευτερεύοντα ρόλο.
Τα Νυχτερινά (Nocturnes) του Φρεντερίκ Σοπέν αποτελούνται από συνολικά 21 έργα, τα οποία γράφτηκαν μεταξύ το 1827 και το 1846. Είναι μελαγχολικές μελωδίες για σόλο πιάνου σε απαλά αρπέζ και συγχορδίες.
Στη διαχρονική μουσική του ξεδιπλώνονται η χαρά και η λύπη, η μοναξιά, η νοσταλγία, η γαλήνη…
Στο σπίτι του Λιστ, στο Παρίσι, γνώρισε τη συγγραφέα Γεωργία Σάνδη (Βαρώνη Aurore Dudevant), 6 χρόνια μεγαλύτερή του και με 2 παιδιά. Η πρώτη γνωριμία με την τολμηρή και μάλλον εκκεντρική συγγραφέα, που κάπνιζε πούρα, φορούσε αντρικά ρούχα και είχε πλήθος εραστών, του είχε προκαλέσει αρνητική εντύπωση και είχε σχολιάσει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Από το 1837-8 όμως ξεκίνησε η σχέση τους, που κράτησε 9-10 χρόνια.
Η σχέση τους ήταν παθιασμένη και πολυτάραχη. Η Σάνδη ενάντια στο παρελθόν της οικογένειάς της εντρύφησε στο σοσιαλισμό. Διάβαζε και βοήθησε να δημοσιευτούν ουτοπικά-σοσιαλιστικά, αντικληρικά, αριστερά δημοκρατικά περιοδικά και εφημερίδες. Ο Σοπέν, από την άλλη, ήταν αδιάφορος ως προς τις ριζοσπαστικές πολιτικές επιδιώξεις της, ενώ εκείνη αντιμετώπιζε το φιλικό του περιβάλλον με περιφρόνηση.
Το 1838-9 το ζευγάρι έζησε για λίγους μήνες στη Μαγιόρκα, στο ερημωμένο Μοναστήρι Valldemossa. Η Γεωργία Σάνδη πήγε εκεί γιατί το κλίμα θα βοηθούσε τον γιο της, Μωρίς, να ξεπεράσει κάποια προβλήματα υγείας και ο συνθέτης την ακολούθησε πιστεύοντας ότι εκεί θα βελτιωνόταν και η δική του υγεία, καθώς ήταν φυματικός (μάλλον). Μερικά από τα 24 Πρελούδια τα συνέθεσε εκεί με πιο διάσημο το 15ο, το πρελούδιο “της σταγόνας της βροχής“. Το κλίμα της περιοχής όμως δεν τον βοήθησε, και επιπλέον έπρεπε να αντιμετωπίσουν και την αρνητική στάση των ντόπιων απέναντι στο ανύπαντρο ζευγάρι. Έτσι σύντομα εγκατέλειψαν την Ισπανία και επέστρεψαν στη Γαλλία, όπου ζούσαν κατά διαστήματα στο Παρίσι και στη Nohant στην κατοικία της Σάνδη.
Οι σχέσεις τους σταδιακά άρχισαν να ψυχραίνονται και το ζευγάρι χώρισε το 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά.
Από εκείνη τη χρονιά η υγεία του επιδεινώθηκε. Το 1848 έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αγγλία και τη Σκωτία για ρεσιτάλ, κατόπιν πρόσκλησης της μαθήτριάς του Τζέιν Στέρλινγκ. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι η υγεία του ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση και τα οικονομικά του μέσα περιορισμένα.
Πέθανε στο Παρίσι στις 17/10/1849, μετά από χρόνια φυματίωση. Ενδέχεται όμως ο θάνατός του να οφείλεται σε καρδιακό νόσημα. Κηδεύτηκε στο Παρίσι και από το Κοιμητήριο Père Lachaise, όμως κατόπιν δικής του επιθυμίας η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Πολωνία, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού. Περίπου 3.000 άνθρωποι παρευρέθηκαν στην κηδεία όπου, μετά από επιθυμία του ίδιου, ακούστηκε το Requiem του Μότσαρτ. Η Γεωργία Σάνδη δεν προσκλήθηκε.
Το όνομά του φέρουν πλέον το Διεθνές Αεροδρόμιο Βαρσοβίας, ο 5ετής εγχώριος διαγωνισμός πιάνου, η Μουσική Ακαδημία Βαρσοβίας κι ο αστεροειδής 3784.