Η Παναγία των Παρισίων. Παρά το ότι έχω διαβάσει εκατοντάδες βιβλία όλων των ειδών και κατηγοριών, υστερώ τρομακτικά πολύ στην ανάγνωση κλασικών συγγραφέων. Έχω διαβάσει κάποια βιβλία φυσικά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να πεις ότι πρόκειται για έναν ικανοποιητικό αριθμό. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι τα εν λόγω έργα θα είναι πάντα εκεί να περιμένουν πότε θα πάρω την απόφαση να τα διαβάσω, χωρίς να χάσουν ποτέ τίποτα από την αξία τους.
Προσωπική άποψη: Ζηλιασκοπούλου Βίκυ
Η Παναγία των Παρισίων είναι ένα από αυτά που δεν είχα διαβάσει και βρήκα την ευκαιρία τώρα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αγγελάκη σε ένα πολύ όμορφο και προσεγμένο τόμο. Καταλαβαίνω απόλυτα τον λόγο για τον οποίο έχει μείνει κλασικό στην παγκόσμια λογοτεχνία, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τον συγγραφέα ως ένα από τα σημαντικότερα ονόματα στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χώρο, μια και τόσο οι περιγραφές όσο και ο λόγος που χρησιμοποιεί είναι εξαιρετικά.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές είναι φυσικά η Εσμεράλδα, ο Κουασιμόδος και ο αρχιδιάκονος Κλαύδιος Φρόλλο, υπάρχουν ωστόσο και άλλα πρόσωπα που παίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο και οι χαρακτήρες τους περιγράφονται εξίσου παραστατικά από τον συγγραφέα. Πιο πολύ από όλους ξεχώρισα και συμπάθησα τον Μετρ Γκρεγκουάρ: αφάνταστα αισιόδοξος και εξαιρετικά εύγλωττος, άφησε μέσα από τα λεγόμενά του να φανεί όλο το χιούμορ του συγγραφέα.
Ο Γκρεγκουάρ, όλο και πιο πολύ χαμένος μέσα στον τρόμο του, κρατημένος απ’ τους τρεις ζητιάνους, σαν να τον έσφιγγαν τανάλιες, ζαλισμένος από πλήθος άλλα πρόσωπα που βέλαζαν και γάβγιζαν τριγύρω του, ο κακότυχος αυτός Γκρεγκουάρ προσπαθούσε να διατηρήσει τη διαύγεια του πνεύματός του, για να θυμηθεί αν ήταν μέρα Σάββατο.
Υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφορά στη δομή του βιβλίου, αν το χωρίσουμε σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, περίπου στις τριακόσιες πρώτες σελίδες, η πλοκή κυλάει πολύ αργά. Πιο αργά από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο έχω διαβάσει θα έλεγα. Μπορεί να περάσουν και τριάντα ή σαράντα σελίδες στις οποίες δεν υπάρχει καμία εξέλιξη και ο συγγραφέας περιγράφει την εκκλησία ή το Παρίσι του Μεσαίωνα και τις μεταβολές που επήλθαν με τον χρόνο. Δεν έχω πάει ποτέ στο Παρίσι, οπότε όλα τα μέρη μού ήταν άγνωστα και οι πολλές περιγραφές και λεπτομέρειες θα έλεγα ότι με κούρασαν. Οι τεράστιες προτάσεις που περιστασιακά χρησιμοποιεί δεν διευκόλυναν την κατάσταση, αφού δεν είναι υπερβολή να πω ότι παράγραφοι σχεδόν μισής σελίδας ήταν γραμμένες με μια μόνο πρόταση. Επίσης, περιγράφει τις ιδέες και τις αντιλήψεις του σχετικά με την αρχιτεκτονική και την τυπογραφία σε αρκετές σελίδες, που αν και ήταν ενδιαφέρουσες, με έβγαλαν τελείως από την υπόθεση.
Ήταν ο άμβωνας και το χειρόγραφο, ο προφορικός και ο γραπτός λόγος, που πανικοβλήθηκαν μπροστά στον τυπωμένο λόγο, κάτι παρόμοιο με την κατάπληξη ενός σπουργιτιού που βλέπει μια λεγεώνα αγγέλων ν’ ανοίγουν τα φτερά τους, και να μετρούν έξι εκατομμύρια. Ήταν η κραυγή του προφήτη βουερή και να σφύζει από ζωντάνια.
Από την άλλη μεριά, ήταν πανέξυπνος τρόπος που περνάει μέσω της πλοκής τις αντιλήψεις του για τον κλήρο, τη θρησκεία και τη μοναρχία (ή την εξουσία γενικότερα). Το ίδιο πανέμορφα περνάει μέσα από την αφήγηση στιγμές από την καθημερινότητα και τις συνήθειες των κατοίκων της εποχής, καθώς και κάποιες (ακατανόητες για εμάς) αντιλήψεις θρησκευτικού είδους που κυριαρχούσαν την περίοδο του Μεσαίωνα.
Ο καλός κόσμος εκείνης της εποχής μόλις που ήξερε τ’ όνομα του κατάδικου που τον περνούσαν στη γωνιά του δρόμου, ενώ ο όχλος το πολύ-πολύ ν’ απολάμβανε όλη τούτη τη βάρβαρη ευχαρίστηση. Μια εκτέλεση ήταν συνηθισμένο περιστατικό για την κοινή γνώμη, όπως το καζάνι αυτουνού που πουλούσε πίτες στον δρόμο ή ο πάγκος του χασάπη που ‘κοβε τα κρέατά του. Ο δήμιος δεν ήταν παρά ένα είδος χασάπη, μονάχα που φορούσε πιο σκούρα ρούχα.
Στο δεύτερο μέρος όμως αφοσιώνεται στην ιστορία και εκεί πραγματικά κάνει τη διαφορά από οποιονδήποτε σύγχρονο συγγραφέα. Δημιουργεί εικόνες με μια του πρόταση, μεταφέρει συναισθήματα με μεγάλη ευκολία και κατάφερε να δημιουργήσει ήρωες που μένουν αξέχαστοι.
Κατά βάθος σίγουρα πρόκειται για ένα έργο αφιερωμένο στην αγάπη, αφού στο τέλος αυτό που μένει στο μυαλό είναι η αδιαπραγμάτευτη και απόλυτη αγάπη που ένιωσαν κάποιοι από τους πρωταγωνιστές…
Περίληψη: Η όμορφη τσιγγανούλα Εσμεράλδα αγαπάει τον λοχαγό Φοίβο ντε Σατοπέρ. Όμως ο αρχιδιάκονος Κλαύδιος Φρόλλο, που θέλει να κάνει δική του την όμορφη τσιγγάνα, μην μπορώντας να ελέγξει το σκοτεινό του πάθος, μαχαιρώνει τον λοχαγό. Στη συνέχεια, κατηγορεί την Εσμεράλδα για τον φόνο, επειδή εκείνη τον απορρίπτει, και το δικαστήριο την καταδικάζει σε θάνατο πιστεύοντας ότι ο Φοίβος είναι νεκρός.
Ωστόσο, ο Κουασιμόδος, ο καμπούρης και άσχημος κωδωνοκρούστης της Παναγίας των Παρισίων, που είναι στα κρυφά ερωτευμένος με την όμορφη τσιγγάνα, την αρπάζει και την κρύβει μέσα στην πολυδαίδαλη εκκλησία, αλλά τελικά ο αρχιδιάκονος καταφέρνει να την πάρει από τα χέρια του και να την παραδώσει στον δήμιο. Η τραγική ιστορία αγάπης τελειώνει με την Εσμεράλδα στην κρεμάλα και τον Κουασιμόδο να τιμωρεί τον Φρόλλο, ρίχνοντάς τον από τον ναό, και να εξαφανίζεται.
Στο κορυφαίο αυτό μυθιστόρημα της ρομαντικής λογοτεχνίας, ο Ουγκώ παράλληλα με τη συγκινητική και τρυφερή ιστορία της Εσμεράλδας και του Κουασιμόδου εγκωμιάζει την υπέροχη Νορτ Νταμ, περιγράφει την πολεοδομία του Παρισιού και καταγγέλλει τις αρχιτεκτονικές επεμβάσεις που έγιναν στον καθεδρικό ναό και σε άλλα μνημεία του Μεσαίωνα. Αφηγείται γεγονότα ενάντια στον σκοταδισμό και ασκεί κριτική στην Εκκλησία.
Στοιχεία βιβλίου
Τίτλος: Η Παναγία των Παρισίων
Συγγραφέας: Βίκτωρ Ουγκώ
Μετάφραση: Δ. Π. Κωστελένος
Εκδόσεις: Αγγελάκη
ISBN: 978-960-616-154-4
Σελίδες: 778
Ημερομηνία Έκδοσης: 2020
Επιμέλεια κειμένου: Ζωή Τσούρα