Μαζί σου

Μαζί σου – Έρση Λάβαρη & Νεκταρία Πουλτσίδη

Ευχαριστούμε την Εμμανουέλα Βεντούρη για την ιδέα της, αυτή της συγγραφής προσπάθειας ενός διδύμου και της συμμετοχής τους σε διαγωνισμό.

Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, της Έρση Λάβαρη και της δικής μας Νεκταρίας Πουλτσίδη, είναι το «Μαζί σου».

Ελπίζουμε να το απολαύσετε!

Έρση Λάβαρη και Νεκταρία Πουλτσίδη

ΜΑΖΙ ΣΟΥ

Το να αφήνεις την χώρα σου, τον τόπο που μεγάλωσες, επειδή αδυνατεί πλέον να σε θρέψει, είναι ένα συναίσθημα ανατριχιαστικό, βάναυσο. Κι εκείνη ευχόταν να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, να απολαύσει τα παιδικά της χρόνια, την εφηβεία και τις σπουδές της πριν αναγκαστεί να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο που την απομάκρυνε από μια πατρίδα χωρίς μέλλον. Θεωρούνταν οικονομική μετανάστης στην ηλικία των είκοσι τριών. Και όδευε ολομόναχη προς έναν τόπο που δεν γνώριζε, έναν τόπο όπου θα έπρεπε να χτίσει την ζωή της χωρίς βοήθεια.

Μαζί σουΗ Οιώνη κατέβηκε από το αεροπλάνο και βάδισε αργά, ψηλαφίζοντας το καινούριο μέρος με το μπαστούνι της και κάνοντας κάποιες ολιγόλεπτες στάσεις. Αγκομαχώντας και ιδρώνοντας από την θερμότητα που εξέπεμπε λόγω τους άγχους της, τα ρούχα της κολλούσαν επάνω στο σώμα της παρά το κρύο. Η ταλαιπωρία του ταξιδιού και η αγωνία της την είχαν καταβάλει, ενώ το κερασάκι στην τούρτα ήταν το ψιλόβροχο που είχε αρχίσει να πέφτει. Στο επόμενο βήμα της γλίστρησαν τόσο το μπαστούνι της όσο και η ίδια, αλλά λίγο πριν χάσει την ισορροπία της άκουσε βήματα να σπεύδουν προς το μέρος της και μια βαθιά αντρική φωνή να την πλησιάζει.

«Μην φοβάσαι, σε κρατάω εγώ».

Η Οιώνη ανατρίχιασε, όλες της οι αισθήσεις σήμαναν συναγερμό.

«Έλα να σε βοηθήσω» μίλησε ξανά η φωνή, απαλά. Όταν είδε πως η κοπέλα δεν διατίθεντο να του απαντήσει, προσπάθησε να την καθησυχάσει.

«Θα σε βοηθήσω να φτάσεις στοn προορισμό σου ασφαλής».

Η πλούσια, βραχνή φωνή του άντρα και η ξεκάθαρη χροιά ειλικρίνειας στη φωνή του, ενθάρρυναν την Οιώνη να τον εμπιστευτεί, αν και με κάποια επιφύλαξη.

Ο νεαρός άντρας την παρακολουθούσε από τη στιγμή που ανέβηκε στο αεροπλάνο, όπου και κατά τύχη η θέση του βρισκόταν δυο σειρές πίσω από την δική της. Η ξεχωριστή της ομορφιά δεν τον άφησε ασυγκίνητο. Έμοιαζε με νύμφη των δασών, ψηλή και λυγερόκορμη, με τα σπαστά καστανοκόκκινα μαλλιά της να πέφτουν μακριά σαν καταρράκτης στην λιγνή της πλάτη και τα κερασένια χείλη της σαρκώδη, έτοιμα για φίλημα. Προσπάθησε πολλές φορές να διακρίνει το χρώμα των ματιών της πίσω από τα μαύρα γυαλιά που φορούσε, όμως δεν τα αποχωρίστηκε καθόλου καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης.

Έψαχνε τρόπο να την πλησιάσει, αλλά δεν μπορούσε να βρει μια ευγενική δικαιολογία για να την γνωρίσει. Ώσπου η ευκαιρία τού δόθηκε όταν γλίστρησε μπροστά του, κι εκείνος κατάφερε να την συγκρατήσει. Η επιφυλακτικότητά της και το άγνωστο, την αποθάρρυναν και την ανησυχούσαν, αλλά δικαιολογημένα.

Προσπάθησε να την ηρεμήσει, αλλά εκείνη έμοιαζε χαμένη. Το αίσθημα της τρυφερότητας που ανέβλυσε από μέσα του για το άγνωστο κορίτσι τον ξάφνιασαν. Κάτι πάνω της τον μαγνήτιζε, αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Παρά το γεγονός ότι ήταν, εμφανώς, τυφλή, εξέπεμπε έναν δυναμισμό και μια ανεξαρτησία που την περιέβαλε σαν ένα πέπλο μυστηρίου· ένα μυστήριο να εξερευνήσει.

«Κρίνοντας από την κάρτα στο λαιμό σου, κατευθύνεσαι προς το κέντρο. Μπορούμε να πάμε μαζί ως το λεωφορείο για το κέντρο των Βρυξελλών, και, αν θέλεις…» δίστασε λίγο, αλλά αποφάσισε πως δεν θα έχανε τίποτα να δοκιμάσει, «Μπορούμε να φάμε μαζί το μεσημέρι και να σε συνοδεύσω μέχρι το μέρος που ψάχνεις, για να γνωρίσεις τις Βρυξέλλες και από την μεριά ενός αυτόχθονα. Είμαι ο Χανς».

Η Οιώνη ένιωσε το δισταγμό του. Δίσταζε κι εκείνη, αλλά κάτι μέσα της έλεγε πως ο άντρας δίπλα της δεν θα μπορούσε να την βλάψει. Αποφάσισε, λοιπόν, να εμπιστευθεί το ένστικτό της.

«Με λένε Οιώνη. Και θα το ήθελα πολύ» απάντησε ύστερα από λίγη σκέψη, και ένιωσε τα μάγουλα της να ροδίζουν από την ντροπή.

Ο Χανς την έπιασε απαλά από το μπράτσο για να την οδηγήσει, και μόλις τα δάχτυλά του έσφιξαν το χέρι της, μια γλυκιά ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της.

Χαμογέλασε κρυφά στον εαυτό της· επαίνεσε τον εαυτό της που αφέθηκε να τον εμπιστευτεί. Το άγγιγμά του και η αποδοχή του από μέρους της, έμοιαζε σαν την αφετηρία κάτι ξεχωριστού. Δεν έκανε καμία κίνηση να διώξει το χέρι του. Αντιθέτως, του χαμογέλασε καλοσυνάτα. Μέσα από τον Χανς πήγαζε μια παράδοξη εγγύτητα.

«Πάμε;»

Ήταν η σειρά του να παραμείνει ακίνητος. Το χαμόγελο της ήταν ότι από τα πιο όμορφα είχε δει ποτέ του, αν όχι το πιο ξεχωριστό. Η καρδιά του κλώτσησε και αμέσως θυμήθηκε τους καλούς του φίλους, οι οποίοι συχνά του υπενθύμιζαν πως, αν χτυπήσει κάποιον ο κεραυνοβόλος έρωτας, τότε είναι αδύνατο να τού ξεφύγει.

Εκείνος, αμαθής καθώς ήταν, τους απόπαιρνε. Τώρα, όμως, άρχιζε να καταλαβαίνει τι εννοούσαν. Πόσο θα τον πείραζαν με τη σειρά τους αν μάθαιναν ότι την πάτησε κι εκείνος σαν πρωτάρης…

Από την ώρα που επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο έως ότου να καθίσουν στο αγαπημένο του μικρό εστιατόριο, δεν σταματούσε να της μιλά και να της περιγράφει τις ομορφιές των Βρυξελλών. Εκείνη ρουφούσε κάθε του λέξη, κάθε του πρόταση, και μέσα από την αφήγηση του έπλαθε εικόνες στον ονειροπόλο αμφιβληστροειδή της, νιώθοντας πως έβλεπε τα πάντα μπροστά της ολοζώντανα παρά το σκοτάδι πίσω από τα ανοιχτά της βλέφαρα.

Για πρώτη φορά άφησε αβίαστα τον εαυτό της να χαρεί, την καρδιά της να τραγουδήσει έναν σκοπό άγνωστο για κείνη, ένα τραγούδι που γεννήθηκε από μια τυχαία συνάντηση. Για πρώτη φορά καρδιά και μυαλό, λογική και συναίσθημα, την παρακινούσαν να ζήσει, να αφεθεί χωρίς να φοβάται. Η φωνή στο πίσω μέρος του μυαλού της δεν σταματούσε να ψιθυρίζει μεθυσμένη·

“Αυτό συμβαίνει όταν δύο αδελφές ψυχές απαντώνται. Έτσι είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας”

“Μα είμαι τυφλή. Τι μπορώ να του προφέρω;” ρώτησε ριγώντας.

“Μην κρύβεσαι πίσω από μια δικαιολογία. Αν δεν το ήθελε δεν θα βρισκόταν εδώ, μαζί σου”

Οι σκέψεις της διακόπηκαν από την αμήχανη σιωπή του.

«Γιατί σταμάτησες;» ρώτησε δειλά η Οιώνη.

«Γιατί κάπου αλλού ταξιδεύει ο λογισμός σου. Ο,τι κι αν σκεφτόσουν θα έλεγα πως ήταν δυσάρεστο. Η έκφρασή σου άλλαξε, μελαγχόλησες. Τι σε στεναχώρησε;»

Η Οιώνη ντράπηκε. Δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί του τις σκέψεις της κι ο Χανς το κατάλαβε.

Έσφιξε τρυφερά τα χέρια της στα δικά του, και τα κράτησε  για λίγο εκεί.

Έπειτα της χάιδεψε το μάγουλο, και έφερε το χέρι του στα μαύρα της γυαλιά.

«Μη!» τον σταμάτησε η Οιώνη, «Δεν θέλω να μου τα βγάλεις».

«Έχε μου εμπιστοσύνη» ήταν μόνο που της είπε, και η Οιώνη κοκάλωσε στη θέση της. Δεν ήθελε να τον τρομάξει, δείχνοντάς του τα τυφλά της μάτια.

Εκείνος με αργές κινήσεις τράβηξε τα γυαλιά, και έμεινε να κοιτάζει τα μενεξεδή της μάτια μαγεμένος. Έμοιαζαν σαν να τα κάλυπτε μια ημιδιάφανη λευκή μεμβράνη, αλλά αυτό απλώς την καθιστούσε περισσότερο γοητευτική.

«Θεωρώ πως τα μάτια σου είναι πανέμορφα» χαμογέλασε απλά.

Μετά την πρώτη τους συνάντηση, ο Χανς είχε συνοδεύσει την Οιώνη προς το διαμέρισμα που νοίκιαζε για να σιγουρευτεί πως θα έφτανε με ασφάλεια. Είχαν ανταλλάξει τηλέφωνα, και έκτοτε συναντιούνταν συχνά για να γευματίσουν μαζί στο μικρό εστιατόριο που τους έφερε κοντά. Τρεις εβδομάδες μετά την πρώτη τους συνάντηση, η Οιώνη δεν μπορούσε τώρα να αρνηθεί πως τον είχε ερωτευτεί.

Το συγκεκριμένο τους γεύμα όμως ήταν ασυνήθιστα σιωπηλό. Μπορούσε να ακούσει τον Χανς να μασουλάει αργά το φαγητό του ως συνήθως, αλλά διαισθανόταν πως ήταν σκεπτικός.

«Χανς; Όλα καλά;» ρώτησε η Οιώνη, χωρίς να μπορεί να κρύψει την ανησυχία στην φωνή της.

Ο Χανς άφησε τα μαχαιροπίρουνα στο πιάτο του, και πήρε τα χέρια της στα δικά του.

«Αν έβλεπες τον εαυτό σου όπως βλέπω εγώ εσένα, θα καταλάβαινες ότι σε κοιτάζω μαγεμένος. Δεν μπορώ να ονομάσω το συναίσθημα που έκανε την καρδιά μου να χτυπά ακανόνιστα και δυνατά. Βλέπεις, πρώτη φορά το νιώθω μέσα μου, και θέλω πολύ να το ζήσω μαζί σου. Σε πρόσεξα από την στιγμή που ανέβηκες σε εκείνο το αεροπλάνο. Τέσσερις φόρες σε είχα πλησίασει με σκοπό να σου μιλήσω, αλλά την τελευταία στιγμή γυρνούσα πίσω μετανιωμένος και παρακαλούσα να μου δοθεί μια ευκαιρία για να μπορέσω να σε προσεγγίσω. Και αυτό συνέβη όταν έπιασε εκείνο το ευλογημένο ψιλόβροχο, όταν σε πρόλαβα πριν γλιστρήσεις κι έπεσα κι εγώ, αλλά στην παγίδα του μικρού φτερωτού θεού έρωτα. Αν τότε δεν ήμουν απολύτως σίγουρος, είμαι πλέον τώρα.» είπε αργά, με την φωνή του να τρέμει.

Η Οιώνη είχε μείνει άναυδη, κι εκείνος μάλωνε τον εαυτό του για την παρόρμησή του να μιλήσει χωρίς να είναι σίγουρος για τα συναισθήματά της.

Πρώτη έσπασε τη σιωπή η κοπέλα.

«Δεν σε ενοχλεί το γεγονός ότι είμαι τυφλή;» ρώτησε, περιμένοντας με αγωνία την απάντηση του λες και αυτή θα καθόριζε το μέλλον της.

«Όχι μόνο δε με ενοχλεί, αλλά σε θαυμάζω κιόλας. Ερωτεύτηκα τη δύναμή σου, την ανεξαρτησία σου, τη στάση σου προς τη ζωή και τον τρόπο που δεν τα παρατάς ακόμη κι αν ζωή σού στέρησε ένα αγαθό τόσο πολύτιμο όσο το φως. Κι αν το θέλεις κι εσύ, μπορούμε μαζί να εξερευνήσουμε το συναίσθημα που άνθισε στις καρδιές μας. Ας μην δώσουμε όνομα σε ο,τι μας ένωσε, ας ζήσουμε, όμως, την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία μας, κι ας το αφήσουμε να μας οδηγήσει όπου θέλει εκείνο»

Η Οιώνη δεν μπόρεσε να κρύψει την συγκίνησή της. Σε εκείνο το μικρό μπιστρό άνθισε ένας μεγάλος έρωτας, ένας έρωτας δίχως να κολλάει σε στερεότυπα, ένας έρωτας όπου μέρα τη μέρα μεταμορφώθηκε σε ένα πιο σταθερό συναίσθημα που ενώ όλοι ονομάζουν αγάπη, ο Χανς και η Οιώνη δεν βάφτισαν ποτέ.

Ως επισφράγιση της συμφωνίας τους ο Χανς έσκυψε και φίλησε την Οιώνη στην αρχή τρυφερά και επιφυλακτικά, ύστερα όμως με βάθος και επιθυμία, διεκδικώντας την με τρόπο κτητικό που μέχρι τώρα δεν είχε αισθανθεί. Ρούφηξε το νέκταρ τρυγώντας τα χείλη της, σημαδεύοντάς την με την αγάπη του.

Την έσφιξε λίγο περισσότερο στην αγκαλιά του, κι απέμειναν για λίγα λεπτά έτσι, χωρίς να μιλούν. Δεν χρειάστηκε να πουν περισσότερα απ’ όσα έλεγε η σιωπή τους.

«Τι λες ξεκινάμε;».

«Ναι, είμαι έτοιμη αν είσαι κι εσύ» δίστασε για μια στιγμή· Αν ο Χανς το είχε μετανιώσει; τα τελευταία ψήγματα αμφιβολίας δεν την άφηναν να χαρεί το αναπάντεχο δώρο που της έκανε ο Θεός.

«Φυσικά και είμαι» ήταν η μοναδική του απάντηση προτού τη συνοδεύσει στη νέα, κοινή τους περιπέτεια.

Ο καιρός περνούσε και η Οιώνη προσαρμοζόταν όλο και περισσότερο στις νέες συνθήκες της ζωής της. Μπορεί να μην έβλεπε, αλλά από τότε που διαπίστωσε πως ερωτεύτηκε τον Χανς ο κόσμος γύρω της φάνταζε παραδεισένιος. Ακόμη και το μικρό, ανάστατο διαμέρισμά της, παρόλο που εξακολουθούσε καμία φορά να βρίσκει στις αιχμηρές προεξοχές του πάγκου ή το στενό πέρασμα του διαδρόμου. Και δεν μπορούσε να το αρνηθεί· ποτέ δεν είχε αισθανθεί πιο ευτυχισμένη, πιο ολοκληρωμένη. Όπως δηλαδή θα αισθανόταν ο καθένας αφότου έβρισκε την αδελφή ψυχή του.

Ο Σάτουρν άρχισε να γαβγίζει τρέχοντας προς την πόρτα, και η Οιώνη, από τα αντικείμενα που χτυπούσε στο πέρασμά του, κατάλαβε πως κουνούσε την ουρά του. Όπως και η ίδια, άκουσε, εμφανώς, κι εκείνος την πόρτα του ισογείου να ανοίγει. Και, κατ’ επέκταση, γνώριμα βήματα να πλησιάζουν.

Αφουγκράστηκε τα βήματα του επισκέπτη καθώς περνούσαν έξω από την πόρτα του μικρού της διαμερίσματος, και κατάλαβε με ενθουσιασμό πως δεν επρόκειτο παρά για τα μοκασίνια του Χανς που γλιστρούσαν στο δάπεδο. Σηκώθηκε αμέσως, προσπέρασε ενστικτωδώς τα έπιπλα και τις γωνίες των τοίχων, και του άνοιξε την πόρτα προτού εκείνος προλάβει να χτυπήσει. Τον άκουσε να αναστενάζει ελαφρώς καθώς ο Σάτουρν πήδηξε στην αγκαλιά του, και σχεδόν αμέσως άρχισε να του μουρμουρίζει σε άπταιστα γερμανικά. Η Οιώνη τον φαντάστηκε να χαϊδεύει το ξανθό γκόλντεν ριτρίβερ πίσω από τα αυτιά καθώς του μιλούσε.

Όταν τα νύχια του σκύλου απομακρύνθηκαν από την ανοιχτή πόρτα, κατάλαβε πως ο Χανς την πλησίαζε. Έκλεισε την εξώθυρα και τοποθέτησε τα χέρια του στη μέση της Οιώνης, φιλώντας την πρώτα στα μάγουλα και την άκρη της μύτης της, και μετά στα χείλη. Εκείνη σήκωσε τα δικά της χέρια και έπλεξε τα δάχτυλά της στις πυκνές του μπούκλες, που κυλούσαν μεταξένιες κάτω από το άγγιγμά της. Τα έφερε στο πρόσωπό του για να εξερευνήσει ξανά τα καλοσχηματισμένα φρύδια του, τα ψηλά ζυγωματικά του, την λεπτή του μύτη με την ελαφριά καμπύλη, και τέλος τα γεμάτα χείλη του.

«Μακάρι να μπορούσα να σε δω» του είπε ψιθυριστά, κι εκείνος τινάχτηκε ανεπαίσθητα σαν οι λέξεις να τον πονούσαν.

«Εγώ εύχομαι να μπορούσες να δεις μόνο και μόνο για να κοιτάξεις τον εαυτό σου» της είπε γλυκά, και πίεσε απαλά τα χείλη του στο μέτωπό της «Με συγχωρείς αν διέκοψα το πρόγραμμά σου ερχόμενος έτσι απρόσκλητος, αλλά θα ήθελα να συζητήσουμε κάτι που σκέφτομαι εδώ και κάποιο καιρό, και δεν νομίζω πως μπορώ να περιμένω άλλο»

Η Οιώνη ταράχτηκε, αλλά δεν το έδειξε. Η φωνή του είχε σοβαρέψει αισθητά, και τα βήματά του ακούγονταν αποφασιστικά ενώ έκανε μεταβολή και κατευθυνόταν προς τον χώρο της κουζίνας. Τράβηξε μια καρέκλα, και τον άκουσε να βολεύεται μπροστά στο τραπέζι.

«Έλα, κάθισε κοντά μου» της είπε, κι εκείνη διέκρινε στην φωνή του ένα χαμόγελο.

Της τρέβηξε την καρέκλα για να καθίσει, και μόλις βολεύτηκε κι εκείνη πήρε τα χέρια της στα δικά του. Αναστέναξε, και η Οιώνη αισθάνθηκε τον απόηχο της ανάσας του στα δάχτυλά της.

«Βλεπόμαστε για περίπου ένα χρόνο. Σωστά;» ξεκίνησε· η Οιώνη έγνευσε καταφατικά, γνωρίζοντας πως εκείνος την παρατηρούσε «Δεν ξέρω αν το θεωρείς βιαστικό. Ή έστω γρήγορο. Αλλά εγώ το θεωρώ αβίαστο. Είμαι πολύ ερωτευμένος μαζί σου, Οιώνη. Και μέσα σε αυτόν τον χρόνο σε έχω αγαπήσει και σε έχω νοιαστεί όσο καμία άλλη κοπέλα πριν από εσένα. Οπότε παίρνω το θάρρος να σε ρωτήσω αν θέλεις… Αν θέλεις να συζήσουμε. Εσύ, εγώ και ο Σάτουρν. Να έρθετε στο σπίτι μου. Είναι δικό μου, δεν χρειάζεται να πληρώνεις ενοίκιο όπως τώρα, και είναι πολύ πιο κοντά στην δουλειά σου απ’ ότι αυτό εδώ. Σκέψου το, σε παρακαλώ, και πες μου»

Η καρδιά της Οιώνης φτερούγισε. Χωρίς να το καταλάβει, τα χείλη της απλώθηκαν σε χαμόγελο, οι γνάθοι της χώρισαν, κι ένα αβίαστο, γάργαρο γέλια ξεπήδησε από την καρδιά της.

«Δεν χρειάζεται να το σκεφτώ, Χανς!» αναφώνησε έκπληκτη, ευτυχισμένη, «Θα ήθελα πολύ να μείνω μαζί σου!»

Ο Χανς ξεφύσησε με ανακούφιση, και ο ήχος που παρήγαγε πρόδωσε όχι απλώς την ανακούφισή του, αλλά και την απελευθέρωση μιας αξιοσημείωτης ποσότητας κατεργασμένου άγχους. Ήταν φανερό πως είχε σκεφτεί πολλές φορές αυτή τη στιγμή, πως είχε ζυγιάσει τα υπέρ και τα κατά της πρότασής του, πως είχε υπολογίσει κάθε πιθανό σενάριο αλλά, παρόλα αυτά, εξακολουθούσε να αισθάνεται αιφνιδιασμένος και ολότελα απροετοίμαστος. Η Οιώνη χαμογέλασε με αυτή της την σκέψη. Όλο αυτό ήταν τόσο… Τόσο Χανς.

«Ναι αλλά… Είσαι σίγουρη; Είσαι σίγουρη πως θέλεις να το κάνουμε; Να μείνουμε μαζί;»

«Φυσικά και είμαι, Χανς! Όσο μου είπες πως με αγαπάς εσύ, αυτό κι άλλο τόσο σε αγαπάω εγώ. Αν δεν ήθελα να είμαι μαζί σου δεν θα συμφωνούσα στην σχέση μας εξ αρχής…»

Ο Χανς δεν την άφησε να ολοκληρώσει. Πετάχτηκε όρθιος και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Κι εκείνη δεν συνέχισε. Δεν χρειάστηκε. Αισθανόταν πολλά παραπάνω από απλώς ευτυχισμένη, έτσι όπως έθαβε το πρόσωπό της στον στιβαρό του θώρακα.

Η μετακόμιση δεν στοίχισε τίποτα στην Οιώνη. Αν και μέσα στο μικρό της διαμέρισμα η ζωή της άλλαξε ολότελα, δεν αισθάθηκε καμία θλίψη που το αφήνει. Αντιθέτως, ανυπομονούσε ιδιαίτερα να εγκατασταθεί στο σπίτι του Χανς. Επιτέλους, ένα πραγματικό σπίτι. Της έχει λείψει ο ανοιχτός χώρος του σπιτιού της στην Αθήνα, η ευρύχωρη κουζίνα του και η φαρδιά αυλή του.

Οι πρώτες εβδομάδες, μέχρι να συνηθίσει τον χώρο και να βολευτεί, χαρακτηρίστηκαν από έναν αξιοσημείωτο βαθμό δυσκολίας. Με την βοήθεια όμως του Χανς η Οιώνη έμαθε το σπίτι, ο Σάτουρν το συνήθισε, και τα πράγματά της αφομοιώθηκαν στο σύνολο του χώρου σαν να βρίσκονταν εκεί για χρόνια.

Αλλά αυτό που την εξέπληξε από την πρώτη κιόλας μέρα που έμεινε μαζί με τον Χανς, ήταν ο ύπνος. Ποτέ δεν κοιμόταν καλά και πάντοτε ξυπνούσε τουλάχιστον τέσσερις φορές μέσα στα βράδια. Όμως τώρα, που γνώριζε ότι ο Χανς κοιμόταν δίπλα της και δεν θα σηκωνόταν το πρωί για να την αφήσει ξανά μόνη, είχε σχεδόν ως δια μαγείας καταφέρει να χαλαρώσει, και κοιμόταν καλύτερα απ’ όσο είχε κοιμηθεί ποτέ της. Ήρεμα και γαλήνια. Μια πιστότατη αντανάκλαση της νέας της ζωής.

Και όσο ο καιρός περνούσε, τόσο περισσότερο προσαρμοζόταν σε μια ζωή που της ταίριαζε με έναν άνθρωπο που την αγαπούσε και δεν δίσταζε να της το δείχνει με κάθε ευκαιρία. Κι εκείνη μπορεί να μην έβλεπε τον Χανς, αλλά ήταν σίγουρη πως ήταν πανέμορφος· τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά.

Γι αυτό και, έναν χρόνο μετά την πρώτη νύχτα της συγκατοίκησής τους, η Οιώνη δεν εξεπλάγην καθόλου όταν με σοκ αλλά και ενθουσιασμό αποδέχτηκε την ιδέα της εγκυμοσύνης της.

«Αυτό με κάνει τόσο… Μα τόσο χαρούμενο…» μουρμούριζε ακόμη ο Χανς, χαμένος στις σκέψεις του όπως καταλάβαινε η Οιώνη από τον τόνο της φωνής του, αλλά με ένα μεγάλο χαμόγελο να φιλτράρει τις λέξεις του, «Ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε;»

Ο τόνος του ήχησε σκανταλιάρης, αλλά ακόμη περισσότερο ενθουσιώδης. Το στομάχι της Οιώνης, που ήταν σφιγμένο από την στιγμή που ανακάλυψε τον μικροσκοπικό οργανισμό που μεγάλωνε μέσα της μέχρι να ανακοινώσει τα νέα στον Χανς, συσπάστηκε ξανά· αλλά αυτή την φορά από έκπληξη. Παρόλα αυτά, δεν μπορούσε να αρνηθεί πως καταλάβαινε πού το πήγαινε ο Χανς.

«Τι θα έπρεπε να κάνουμε;» ρώτησε δήθεν ανήξερη, ανταποκρινόμενη τέλεια στον ρόλο που υιοθέτησε.

Άκουσε τον Χανς να σηκώνεται από την πολυθρόνα που είχε καθίσει, και το ξύλινο πάτωμα να τρίζει κάτω από τις κομψές αν και επιπόλαιες κινήσεις του. Η Οιώνη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κοφτή ανάσα μόλις κατάλαβε πως γονάτισε μπροστά της, παρόλο που το περίμενε.

«Θα έπρεπε να παντρευτούμε» ψιθύρισε γλυκά ο Χανς, τόσο σιγανά, που η Οιώνη μόλις και μετά βίας τον άκουσε. «Τι λες; Θέλεις να παντρευτούμε; Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;»

Χωρίς να μπορέσει να ελέγξει τον εαυτό της, η Οιώνη χαμογέλασε τόσο πλατιά, που αισθάνθηκε τους μύες κάτω από τα ζυγωματικά της να πονάνε.

«Δεν θα ήθελα τίποτα περισσότερο» ψιθυρίζει κι εκείνη, γονατίζοντας μπροστά του για να τυλίξει τα χέρια της σφιχτά γύρω από τον λαιμό του.

Οτιδήποτε αφορούσε τον γάμο τους, που θα τελούνταν σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, ήταν ήδη έτοιμο και οργανωμένο. Αποφάσισαν και οι δύο πως δεν ήθελαν τίποτα μεγάλο. Μόνο να ανταλλάξουν όρκους για να είναι το παιδί τους αναγνωρισμένο χωρίς να χρειαστεί να μπλέξουν με την βελγική γραφειοκρατία, και, επειδή η Οιώνη θα ήθελε πολύ κάτι τέτοιο, να πάρει απευθείας το επίθετο του πατέρα του.

Οι γονείς και ο αδερφός της Οιώνης θα κατέφθαναν στο αεροδρόμιο σε τέσσερις ώρες, αλλά ο Χανς ήταν ήδη έτοιμος να φύγει για να τους παραλάβει, αν και το σπίτι τους ήταν αρκετά κοντά στο αεροδρόμιο.

«Το ξέρεις πως δεν χρειάζεται να φύγεις τόσο νωρίς» χαμογελάει η Οιώνη μόλις χωρίζονται τα χείλη τους, ψηλαφίζοντας το ένδυμα του Χανς για να σιγουρευτεί πως φορούσε το χοντρό χειμωνιάτικο μπουφάν του.

«Το ξέρω» της απάντησε εκείνος χαϊδεύοντας γλυκά τα μαλλιά της και τρίβοντας την άκρη της μύτης του στην δική της, «Αλλά θα ήθελα να πεταχτώ για μερικά ψώνια έκπληξη πριν παραλάβω τα πεθερικά μου»

«Ωραία λοιπόν» γέλασε η Οιώνη, γνωρίζοντας πως όσο και να τον πίεζε δεν θα της αποκάλυπτε τι περιείχαν τα ψώνια – έκπληξη, «Να προσέχεις»

«Θα προσέχω»

Ο Χανς την έσφιξε την αγκαλιά του, της έδωσε ένα τελευταίο φιλί, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και έκλεισε την εξώπορτα πίσω του. Η Οιώνη γέμισε ένα ποτήρι με λεμονάδα, μιας και δεν της επιτρεπόταν ακριβώς να καταναλώνει με ασφάλεια κάτι άλλο πέραν των φυσικών χυμών, και διάλεξε ένα audiobook από την συλλογή της στο τάμπλετ του Χανς. Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να απολαμβάνει τα καθαρά ηχογραφημένα του κεφάλαια, μέχρι που άρχισε να αισθάνεται ανησυχία.

Έβγαλε τα ακουστικά, και ενημερώθηκε για την ώρα. Εννέα και μισή. Ο Χανς έλειπε μια ώρα. Άνοιξε την τηλεόραση προσπαθώντας να χαλαρώσει. Μπορεί να μην έβλεπε τις εικόνες της, αλλά της άρεσε να ακούει τις φωνές από τις εκπομπές της.

Δεν είχε ακόμη προλάβει να προσαρμοστεί στην πλοκή της εκπομπής που παρακολουθούσε, όταν το πρόγραμμα διακόπηκε από έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Η Οιώνη πάγωνε και ζάρωνε ολοένα και περισσότερο ακούγοντας τις ειδήσεις να ξεπηδούν από το ηλεκτρικό κουτί μπροστά της.

«Σήμερα, είκοσι δύο Μαρτίου του 2016… Λίγο πριν τις δέκα… Δύο βόμβες… Αεροδρόμιο Βρυξελλών…»

Ήθελε να ουρλιάξει. Έκλεισε την τηλεόραση με τα χέρια της να τρέμουν και άρπαξε το τάμπλετ. Με φωνητική εντολή το διέταξε να τηλεφωνήσει στο κινητό του Χανς. Αμέσως ακούστηκε η κασέτα που την ενημέρωνε πως το τηλέφωνο του χρήστη είναι, πιθανώς, απενεργοποιημένο. Της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Ο Χανς ίσως βρισκόταν στο μετρό.

 

Ναι, αλλά… ξεκίνησε μια ύπουλη φωνούλα μέσα της, τον άκουσες να παίρνει μαζί του τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

Μέσα στις επόμενες δύο ώρες του τηλεφώνησε ξανά και ξανά, μόνο και μόνο για να ακούσει την κασέτα να την ενημερώνει πως το τηλέφωνο του χρήστη που προσπαθεί να προσεγγίζει έχει απενεργοποιηθεί. Προσπαθούσε να καθησυχάσει τον εαυτό της πείθοντάς τον πως ο Χανς είχε κρατηθεί από την αστυνομία ως μάρτυρας, καταφέρνοντας να ηρεμήσει τους αχαλίνωτους παλμούς της καρδιάς της.

Η ώρα είχε πάει μια το μεσημέρι όταν επιτέλους το τάμπλετ άρχισε να δονείται στα χέρια της. Απάντησε αμέσως την κλίση, χωρίς να ρωτήσει το μηχάνημα ποιος την καλούσε.

«Ναι; Χανς;»

«Οιώνη;» άκουσε την ήρεμη φωνή της πεθεράς της με την βαριά γερμανική προφορά. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά της. Η φωνή της ήταν ήρεμη. Καλά νέα, σωστά; «Πάει, αγάπη μου. Είναι νεκρός. Είναι ανάμεσα στους νεκρούς. Πάει, Οιώνη»

 

Κείμενο: ‘Ερση Λάβαρη & Νεκταρία Πουλτσίδη  

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ