Συνέντευξη – Μάνος Αποστολίδης
1η θέση στον Λογοτεχνικό διαγωνισμό “Χωρίς Οξυγόνο” με το
Ρωτήστε τον Φαρμακοποιό σας
Για την πρώτη θέση στο συλλογικό “Χωρίς Οξυγόνο” των Εκδόσεων Γράφημα επιλέχθηκε το κείμενο Ρωτήστε τον Φαρμακοποιό σας του 26χρονου Μάνου Αποστολίδη από τη Θεσσαλονίκη. Ας του δώσουμε το βήμα ώστε να τον γνωρίσουμε καλύτερα.
Ρωτάει η Χαρά Δελλή
Συνέντευξη
Μάνο, καλησπέρα -θα μου επιτρέψεις τον ενικό, έτσι;- και συγχαρητήρια για τη διάκρισή σου. Μίλησέ μας λίγο για σένα. Ποιος είναι ο Μάνος Αποστολίδης και γιατί γράφει; Πώς συνδυάζεις φαρμακευτική και δημιουργική γραφή; Με τι παθιάζεσαι; Τι μισείς; Δηλώνοντας κι εντατικός αναγνώστης, θα μπορούσες να ξεχωρίσεις έναν εγχώριο κι ένα ξένο λογοτέχνη των οποίων το έργο τοποθετείς πολύ ψηλά, σύμφωνα με τα δικά σου αναγνωστικά κριτήρια;
Μ.Απ.: Καλησπέρα, Χαρά. Ναι, -ενικός φυσικά- και σε ευχαριστώ πολύ.
Σπούδασα Φαρμακευτική στην Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησα να παρακολουθώ συγγραφικά σεμινάρια ως φοιτητής. Πρόσφατα ολοκλήρωσα το μεταπτυχιακό του ΠΔΜ στην Δημιουργική Γραφή. Αγαπώ την μουσική, παλιότερα μάλιστα είχα βλέψεις να γίνω μουσικός, αλλά το γράψιμο μου ταίριαξε περισσότερο.
Όσον αφορά την φαρμακευτική και την γραφή, δεν θα έλεγα ακριβώς πως τα συνδυάζω. Το πρώτο είναι το μέσο μου για να βιοπορίζομαι, το δεύτερο είναι το μέσο για να δημιουργώ. Όμως υπάρχει επαφή μεταξύ των δύο πεδίων. Χρόνο με τον χρόνο, βλέπω όλο και πιο καθαρά την επιρροή των θετικών σπουδών στην σκέψη μου, και κατ’ επέκταση στην γραφή μου.
Όσον αφορά τα πάθη και τα μίση: Παθιάζομαι με αριστουργηματικές αφηγήσεις. Όταν ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα τραγούδι (αλλά κυρίως ένα βιβλίο), με κλειδώνει στον κόσμο του κι εγώ δεν ξέρω καν πώς το κατάφερε. Το μίσος, από την άλλη, είναι βαριά λέξη. Όμως μπορώ να σου πω τι με απωθεί: η κακεντρέχεια. Στους ανθρώπους της ζωής μου, αλλά και στις αφηγήσεις που αγαπώ, θέλω να υπάρχουν καλές προθέσεις.
Από Έλληνες πεζογράφους περισσότερο από όλους μου έχει μείνει ο Παύλος Μάτεσις, που καταφέρνει να σε κάνει να γελάσεις, να κλάψεις, και να δεις εφιάλτες -κάποιες φορές μέσα στην ίδια σελίδα. Από ξένους ξεχωρίζω τον Thomas Pynchon, με την πυκνή πρόζα του πάντα γεμάτη ιστορικές γνώσεις, λυρισμό, και παράνοια.
Πώς ήταν η εμπειρία σου απ’ τη συμμετοχή σου στο διαγωνισμό μας, δεδομένου πως έχεις πάρει μέρος και σε άλλες ανθολογίες; Όταν έγινε γνωστό το θέμα “Χωρίς Οξυγόνο” ποιες ήταν οι σκέψεις σου; Ποιο είναι το βασικό σου εγχείρημα/μήνυμα που θα ήθελες να περάσει το κείμενό σου και με τι ισοδυναμεί εκεί η έλλειψη οξυγόνου; Πίστευες πως θα φτάσεις στην τελική τριάδα; Τι μας επιφυλάσσεις για τη συνέχεια;
Μ.Απ.: Όλα κύλησαν καλά, δεν υπήρξε τίποτα που να με δυσαρέστησε. Η ιστοσελίδα ήταν καλαίσθητη, οι ανακοινώσεις ήταν έγκυρες, υπήρχε διαφάνεια -όλα όπως έπρεπε. Αφού δε ολοκληρώθηκε ο διαγωνισμός, είχα την χαρά να γνωριστώ με τον εκδότη του οίκου “Γράφημα”, τον Γιάννη Τσαχουρίδη, με τον οποία μάλιστα κρατήσαμε επαφές. Με άλλα λόγια, πολύ ευχάριστη εμπειρία.
Διαβάζοντας το θέμα του διαγωνισμού, η πρώτη σκέψη ήταν πως δεν είχα τι να γράψω. Ακολούθησα λοιπόν την έμπιστη μέθοδο του να πετάω ιδέες στο χαρτί και να δω τι θα κολλήσει. Εκείνο τον καιρό, είχα πιάσει την πρώτη μου δουλειά ως φαρμακοποιός, οπότε μάλλον ήταν το σοκ της ξαφνικής ευθύνης και της ενήλικης ζωής που με οδήγησαν να διαβάσω την φράση ‘χωρίς οξυγόνο’ ως ‘δεν μου φτάνουν οι ανάσες μου’. Οπότε, όταν αυτό συνδυάστηκε με το θέμα της καρδιακής ανεπάρκειας, προέκυψε το διήγημα.
Το μήνυμα: Η ζωή μπορεί να τελειώσει απότομα. Το πώς θα ερμηνεύσει ο καθένας αυτό το μήνυμα είναι μια άλλη υπόθεση, όμως το γεγονός παραμένει, κι είναι αδιαμφισβήτητο. Με αυτό ισοδυναμεί η έλλειψη οξυγόνου.
Όσον αφορά τον διαγωνισμό… Το ήλπιζα πως θα διακριθώ, όμως όχι, δεν το πίστευα καθόλου.
Η συνέχεια δεν ξέρω τι επιφυλάσσει. Καλά πράγματα, ελπίζω. Εγώ θα συνεχίσω να προσπαθώ, όπως έκανα μέχρι τώρα. Ο Michael Chabon (ένας επίσης αγαπημένος πεζογράφος) έχει πει πως: για να πετύχει ένας συγγραφέας χρειάζεται ταλέντο, τύχη, και πειθαρχεία -όμως μόνο το τρίτο είναι στον έλεγχό του, και σε αυτό θα πρέπει να επικεντρώνεται. Τα άλλα δύο θέλουν πίστη κι εμπιστοσύνη.
Οι άνθρωποι τείνουν να αντιμετωπίζουν τους φαρμακοποιούς τους και σαν “άφθαρτους” ψυχοθεραπευτές κατά μία έννοια; Εμπνέεσαι απ’ τις καθημερινές ιστορίες στη δουλειά σου; Για να ξεχωρίσει και ν’ αγαπηθεί μια ιστορία απ’ το αναγνωστικό κοινό, τι θεωρείς πως είναι απαραίτητο να διαθέτει και γιατί;
Μ.Απ.: Άγγιξες θέμα πολύ μεγάλο για μένα, οπότε θα λάβεις κι αντίστοιχη απάντηση.
Που λες, δεν ξέρω αν μας αντιμετωπίζουν σας ψυχοθεραπευτές—δεν ζητάνε καθοδήγηση από εμάς. Αυτό που θέλουν είναι να τους ακούσουμε, γιατί δεν έχουν άτομα στην ζωή τους να παίξουν αυτό τον ρόλο. Και τι πιο ανθρώπινο από αυτό; Να θέλεις κάποιον να σε ακούσει. Είναι ο λόγος που οι άνθρωποι ανοίγουν την καρδιά τους στον μπάρμαν -έναν άγνωστο που δεν ξέρουν και δεν θα ξαναδούν- απλώς και μόνο επειδή είναι εκεί.
Και ναι, αυτό μπορεί να φέρει φθορά, ειδικά όταν το ζεις καθημερινά, διότι όλοι έχουμε τα προβλήματά μας και δεν χρειαζόμαστε και των άλλων. Όμως, το να σταθείς σε έναν συνάνθρωπο δεν είναι τελικά τόσο δύσκολο -είναι η καθημερινή μας μιζέρια που το κάνει να μοιάζει ανυπόφορο. Το να βοηθήσεις τον Άλλον με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και ακούγοντας τον πόνο του, θα κάνει καλό όχι μόνο σε αυτόν, αλλά και σε Εσένα. Θα σε βγάλει λίγο από το κεφάλι σου, από το κέντρο του κόσμου σου, και θα σου θυμίσει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
…Άσε που, κατά μια έννοια, το να ακούς είναι κι αυτό παροχή υπηρεσιών υγείας. Απλώς άλλου είδους.
Αν μάλιστα γράφεις, τότε ναι, είναι και πηγή έμπνευσης.
Όσον αφορά τις ιστορίες τώρα, θεωρώ πως μοιράζονται ένα κεντρικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων: Όπως όλοι μας θέλουμε να ανήκουμε σε ομάδες όμως ταυτόχρονα να διατηρούμε την μοναδικότητά μας, έτσι και μια ιστορία: Για να έχει απήχηση, θα πρέπει να πατάει σε μια δοκιμασμένη φόρμα, να ανήκει σε μια λογοτεχνική παράδοση—όμως για να ξεχωρίσει θα πρέπει να προσφέρει κάτι νέο, κάτι ιδιαίτερο. Υπάρχουν φυσικά εξαιρέσεις, όμως αυτές μάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Μοιράζεσαι κοινά σημεία με τον πρωταγωνιστή σου, το Γεράσιμο; Ποια είναι αυτά; Θα μπορούσες να του ταιριάξεις ένα χρώμα ή έναν στίχο ή ένα τραγούδι;
Μ.Απ.: Όταν έγραφα το διήγημα, μοιραζόμουν το κυριότερο χαρακτηριστικό του Γεράσιμου: τον φόβο πως θα πεθάνω πριν προλάβω να ζήσω όπως ήθελα.
Όσον αφορά το τραγούδι, το βρίσκω δύσκολο να συμπυκνώσω έναν χαρακτήρα -ειδικά όταν αυτός βρίσκεται σε τόσο ιδιαίτερη κατάσταση- σε μια μελωδία ή μερικούς στίχους. Το χρώμα δεν θα το προσπαθήσω καν.
Most of what you see, my dear,
Is worth letting go,
Because not everything that goes around
Comes back around, you know
…
One thing that is clear,
It’s all downhill from here.
Αν όμως έπρεπε να διαλέξω, τότε θα κατέληγα στο “…Like Clockwork” των Queens of the Stone Age. Πρόκειται για τραγούδι θλίψης και μοναξιάς, που όμως μέσα στην απαισιοδοξία του κρύβει αισιοδοξία -η παραίτηση γίνεται ελπίδα. Θα μπορούσα λοιπόν να φανταστώ τον Γεράσιμο να ψελλίζει τους παρακάτω στίχους στον εαυτό του πριν πέσει για ύπνο, ή τουλάχιστον καθώς προσπαθεί.
Συνέντευξη – Μάνος Αποστολίδης
Πού μπορεί να σε βρει κανείς το διάστημα αυτό; Ασχολείσαι με κάτι λογοτεχνικά; Τι περιμένεις ιδανικά από το μέλλον σου στο χώρο; Αν θέλεις, μοιράσου μια ευχή για το κοινό μας.
Μ.Απ.: Μπορεί να με βρει κανείς στην νεογέννητη σελίδα μου: manosapostolidis.com
Τον τελευταίο χρόνο, λόγω μεταπτυχιακών σπουδών, αφοσιώθηκα κυρίως στην ακαδημαϊκή γραφή, κι ανακάλυψα έναν κόσμο που δεν περίμενα ποτέ ότι θα με γοήτευε. Με την λογοτεχνία συνεχίζω να παλεύω, κι ελπίζω να μην σταματήσω ποτέ. Έχω ολοκληρώσει μερικά έργα, όμως προς το παρόν δεν έχω κάτι άξιο δημοσίευσης. Υποθέτω πως θα έρθει κι αυτή η στιγμή -όταν έρθει.
Θα ευχηθώ σε όλους μας να διαβάζουμε. Ανεξαρτήτως αν γράφουμε—κι ειδικά αν γράφουμε. Στην εποχή του smartphone και των ατελείωτων on-demand σειρών, όλοι μας πάσχουμε από δυσανεξία στις μεγάλες αφηγήσεις. Αυτό έχει υπόγειες μα σοβαρότατες επιπτώσεις σε πολλές εκφάνσεις της ζωής. Το καλύτερο φάρμακο είναι:
να διαβάζουμε.
Οι Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών σου εύχονται να απολαμβάνεις συνεχώς δημιουργικές εμπνεύσεις και τιμητικές διακρίσεις και να μας απασχολήσεις πάλι μελλοντικά. Ευχαριστούμε για τη συνεργασία.
Μ.Απ.: Σας ευχαριστώ ειλικρινά.
Συνέντευξη – Μάνος Αποστολίδης