Στη σημερινή συνέντευξη στους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών, φιλοξενούμε την ποιήτρια και μεταφράστρια Άννα Βασιάδη, με αφορμή την κυκλοφορία της ποιητικής της συλλογής «Κρύο γάλα» από τις εκδόσεις Συρτάρι.
Συνέντευξη
Ρωτάει η Αγγελίνα Παπαθανασίου
Καλησπέρα. Σας ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη που μας παραχωρείτε. Κυκλοφόρησε πρόσφατα η δεύτερη ποιητική σας συλλογή από τις εκδόσεις Συρτάρι, με τίτλο «Κρύο γάλα». Αποτελείται από τριάντα τρία ποιήματα. Γράφτηκαν συγκεκριμένη χρονική περίοδο, υπήρχαν σε αρχεία του υπολογιστή σας και κάνατε κάποια επιλογή;
Α.Β. Εγώ σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε και χαίρομαι ιδιαίτερα για την κουβέντα που θα κάνουμε. Πράγματι, και το Κρύο Γάλα απαρτίζεται από 33 ποιήματα, όπως ακριβώς και η πρώτη μου ποιητική συλλογή (τα Τριάντα τρία Αντι-κείμενα). Γράφω αργά κι όχι μεθοδικά. Η συγγραφή της ποίησης ή η δημιουργία της ήταν πάντα -και θα είναι, πιστεύω- αποτέλεσμα εσωτερικής ανάγκης. Είτε έρχεται η ώρα να εκφράσεις κάτι, να το αποτυπώσεις, είτε κάποιο ερέθισμα θα σε κινητοποιήσει, και γράφεις, διότι αυτός είναι ο τρόπος σου ν’ αντέξεις. Για να σας απαντήσω όμως πιο πρακτικά, κάπως έτσι γίνεται, ναι: όταν συγκεντρωθεί υλικό στον υπολογιστή άξιο να αποτελέσει μια έκδοση, γίνεται μια επιλογή.
Πως ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με την ποίηση και τι σημαίνει για σας;
Α.Β. Ως αναγνώστρια, από πάντα. Πάντα με συγκινούσε ο ποιητικός λόγος. Ξεκίνησα να γράφω όμως μεγάλη σε ηλικία· κυρίως, πήρα το θάρρος και την απόφαση στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού μου στη Δημιουργική Γραφή. Όπως ανέφερα και παραπάνω, η ποίηση μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικό μέσο έκφρασης. Το θέμα είναι ίσως να μη μείνει κανείς εκεί. Για μένα η ποίηση, επειδή ακριβώς συνδιαλέγεται με τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση, αποτελεί όχημα που με οδηγεί σε μια πιο εσωτερική και διανοητική διαδικασία.
Πολλά τα ποιήματα που με άγγιξαν: «Ποιες λέξεις», «το σύκο», «Η διαδρομή απ’ τον παράδεισο στην κόλαση και πίσω» και το «Περίμενα και περίμενα». Υπάρχει κάποιο ή κάποια που ξεχωρίζετε για δικούς σας προσωπικούς λόγους;
Α.Β. Θα ήταν πέρα από άδικο και πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω κάποια ποιήματα έναντι κάποιων άλλων. Η αλήθεια είναι όμως ότι ορισμένα ποιήματα γράφονται σχεδόν αυτόματα, με μια ανάσα. Κι αυτό είναι -όσοι γράφουν ποίηση το γνωρίζουν- πολύ ανακουφιστικό για τον δημιουργό. Αισθάνεσαι ότι ήταν έτοιμο μέσα σου. Τέτοια ποιήματα ήταν αυτά που αναφέρατε, αλλά επίσης το «Σ’ αυτό το δωμάτιο», οι «Άγνωστοι», ο «Θρίαμβος», το «Loyal to Nothing» κ.ά.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ποιητές που ενδεχομένως έχουν επηρεάσει τον τρόπο γραφής σας;
Α.Β. Ανήκω σίγουρα ποιητικά στη μεταμοντέρνα εποχή. Διαβάζω ξένους και Έλληνες ποιητές. Κυρίως με συγκινούν όσοι αποτυπώνουν την εποχή τους ή το βίωμά τους. Επιγραμματικά θα αναφέρω κάποιες γυναίκες (αφού δεν μπορώ να τους συμπεριλάβω όλους και όλες). Οι Αμερικανίδες της προηγουμένης γενιάς όπως η Ann Sexton, η Sylvia Plath ή η Elizabeth Bishop, καθώς επίσης και οι σύγχρονες Louise Glück, Sharon Olds και η Anne Carson έχουν επηρεάσει αποφασιστικά τον τρόπο γραφής μου. Και από τη χώρα μας, αντίστοιχα απ’ το πρόσφατο παρελθόν η Ελένη Βακαλό ή η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Τρέφω μεγάλο σεβασμό στη γραφή επίσης της Μαρίας Λαϊνά, που έφυγε απ’ τη ζωή μόλις πρόσφατα.
Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου σας έγινε στην Αθήνα. Υπάρχουν προγραμματισμένες παρουσιάσεις το επόμενο χρονικό διάστημα;
Α.Β. Προγραμματισμένες όχι, αλλά όλο και κάτι κανονίζεται: συναντήσεις, αναγνώσεις. Δεν σας κρύβω ότι συζητάω το ενδεχόμενο να γίνουν κάποιες εκδηλώσεις στη Βόρεια Ελλάδα (στην Αλεξανδρούπολη και στη Βέροια), όπου έχω συγγενείς.
Από τις εκδόσεις Συρτάρι κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημα της Virginia Woolf «Τα κύματα» σε δική σας μετάφραση. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό το εγχείρημά σας.
Α.Β. Νιώθω περήφανη για τη δουλειά αυτή. Υπήρξε πραγματικά ένα δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα συναρπαστικό εγχείρημα. Πέρα απ’ το γεγονός ότι η μετάφραση είναι μια απαιτητική δουλειά, πράξη ευθύνης απέναντι στο πρωτότυπο και στον αναγνώστη, το εν λόγω μυθιστόρημα είναι, κατά κοινή ομολογία, ίσως το πιο δύσκολό της. Είμαι χαρούμενη που κατάφερα να το φέρω εις πέρας και μέσα απ’ τη διαδικασία να έρθω τόσο κοντά στο μυαλό και τον ψυχισμό της Γουλφ.
Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
Α.Β. Γράφω ποίηση και μεταφράζω, όχι συστηματικά. Όταν ολοκληρωθεί κάτι, θα δούμε. Δεν υπάρχει κάτι άμεσο.
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη, θα θέλατε να μοιραστείτε κάτι με τους αναγνώστες μας;
Α.Β. Μια σκέψη ίσως, που τριγυρνά τον τελευταίο καιρό στο μυαλό μου. Η ψηφιακή εποχή μας χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς. Θα ‘λεγε κανείς ότι είναι πατημένο το κουμπί fast forward και σχεδόν όλοι μας έχουμε το άγχος του χρόνου. Ως εκ τούτου, αν θα μπορούσε κάποιο λογοτεχνικό είδος ν’ αντέξει, αυτή θα ήταν σίγουρα η ποίηση. Έχει τη δύναμη της συμπύκνωσης και της αφαιρετικότητας· δύναται να σηκώσει το υπαρξιακό άγχος και το νόημα της ζωής. Επομένως, θα πρότεινα στον σύγχρονο άνθρωπο να διαβάζει ποίηση.
Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας. Καλή δημιουργική συνέχεια.
Α.Β. Να είστε καλά, εγώ σας ευχαριστώ!
Επιμέλεια κειμένου: Ζωή Τσούρα
Θεά όπως πάντα η Βασιαδη