Η ιστορία πίσω από τον διασημότερο πίνακα του Johannes Vermeer, «Το Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι».
Ελαιογραφία σε καμβά (1665)
Ύψος: 44 εκ. – Πλάτος: 39 εκ.
Μουσείο Mauritshuis της Χάγης, Ολλανδία
Γράφει η Μαρία Σάντα
Το «κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» είναι έργο του Ολλανδού ζωγράφου Johannes Vermeer. Ολοκληρώθηκε γύρω στο 1665 και βρίσκεται στο μουσείο Mauritshuis της Χάγης στην Ολλανδία, όπου και εκτίθεται από το 1881.
Έχει χαρακτηριστεί ως η «Ολλανδική Μόνα Λίζα» ή η «Μόνα Λίζα του Βορρά».
O Johannes Vermeer έζησε στην περιοχή Ντελφτ της Νότιας Ολλανδίας κατά τον 17ο αιώνα και είναι ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της «Χρυσής εποχής» στην ολλανδική ζωγραφική (1584-1702). Ξεκίνησε την καριέρα του ζωγραφίζοντας πίνακες μεγάλης κλίμακας με μυθολογικά και βιβλικά θέματα, ωστόσο είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις θαυμάσιες ρωπογραφίες του (έργα τέχνης που δεν δανείζονται τα θέματά τους από τη μυθολογία ή την ιστορία αλλά από σκηνές της καθημερινότητας).
Το κύριο χαρακτηριστικό που έκανε τα έργα του αξιοσημείωτα ήταν η χρήση του φωτός σε αυτά, καθώς στους πίνακές του το φως είναι αυτό που δίνει ζωή στα αντικείμενα και στα πρόσωπα. Μελέτες πάνω στους πίνακές του έχουν αποκαλύψει πως ο Vermeer συνήθως άπλωνε πρώτα μία στρώση χώματος γκρι ή της ώχρας πάνω στον καμβά και ύστερα ξεκινούσε να ζωγραφίζει, για να επιτύχει τη χρωματική αρμονία των συνθέσεών του.
Ο ζωγράφος είχε φιλοτεχνήσει λίγα έργα καθ’ όλη τη διάρκεια της εικαστικής του πορείας (σχεδόν δύο έργα τον χρόνο). Μία από τις ωραιότερες δημιουργίες του είναι και «Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι», ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας ζωγραφικής τέχνης.
Στον πίνακα απεικονίζεται μια γυναικεία μορφή στραμμένη προς τον θεατή κατά τα τρία τέταρτα. Η κοπέλα ξεπροβάλλει από ένα σκοτεινό φόντο χάρη στο φως που εισάγεται από τα αριστερά (χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας του Vermeer, καθώς αξιοποιούσε το φως με έναν απαράμιλλο τρόπο για να δώσει εκφραστικότητα σε ένα πρόσωπο). Φοράει ένα κίτρινο ρούχο κι έχει κρύψει τα μαλλιά της σε ένα γαλάζιο τουρμπάνι. Στο πάνω μέρος του ρούχου διακρίνουμε έναν λευκό γιακά, σημάδι που υποδηλώνει την αθωότητα. Το λευκό χρώμα μάς ωθεί να στρίψουμε το βλέμμα μας προς το πρόσωπο, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το σκούρο φόντο, ενισχύοντας έτσι την τρίτη διάσταση. Στο αριστερό αυτί λάμπει ένα μαργαριταρένιο σκουλαρίκι σε σχήμα σταγόνας, με οπάλινες ανταύγειες, που αποσπά το βλέμμα του θεατή και συμβολίζει την αγνότητα.
Ο πίνακας είναι ζωγραφισμένος κατά το πρότυπο του Λ. Ντα Βίντσι (σκούρο φόντο για ανάδειξη του προσώπου) και του Τιτσιάνο (“Πορτραίτο του Αριόστο”, στάση ¾ εν κινήσει).
Παρόλο που υπάρχουν πολλές εικασίες για την ταυτότητα του κοριτσιού, κανείς δεν τη γνωρίζει με σιγουριά. Ωστόσο όλοι ξέρουν ότι υπήρξε, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα μια αχλή μυστηρίου να τυλίγει την παρουσία του. Σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς τέχνης, απεικονίζει τη 16χρονη κόρη του ζωγράφου Μαρία, που είχε χρησιμοποιήσει ο ζωγράφος πολλές φορές ως μοντέλο σε πίνακές του. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως πρόκειται για τη 16χρονη υπηρέτριά του, Γκριέτ, με την οποία είχε ζήσει έναν μεγάλο αλλά μάλλον πλατωνικό έρωτα, λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας τους.
Στην ιστορία της τέχνης, ο Vermeer είναι σχεδόν τόσο μυστηριώδης και ανεξιχνίαστος όσο ο Σαίξπηρ στη λογοτεχνία. Έγινε αποδεκτός στην τοπική συντεχνία των Ολλανδών ζωγράφων το 1653, σε ηλικία 21 ετών, και χωρίς καμία προηγούμενη εκπαίδευση άρχισε αμέσως να σχεδιάζει αριστοτεχνικές και πολύ ρεαλιστικές εικόνες.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιήλθε σε δεινή οικονομική κατάσταση, εξαιτίας του πολέμου που ξέσπασε μεταξύ Ολλανδίας και Γαλλίας το 1672. Καθώς δεν μπορούσε να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του, έπεσε σε κατάθλιψη και η σωματική του υγεία επιδεινώθηκε. Πέθανε το 1675.
Μετά τον θάνατό του, μόλις στα 43 του, ο ίδιος και το έργο του έμειναν στην αφάνεια για δύο αιώνες. Ο Vermeer έγινε γνωστός όταν ανακαλύφθηκε ο αριστουργηματικός του πίνακας η «Σφίγγα του Ντελφτ». Μαζί με τον Ρέμπραντ θεωρούνται οι δύο σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της “Χρυσής εποχής” της Ολλανδίας.
Το 2014, ο διάσημος πίνακας επαναπατρίστηκε στο Μουσείο Mauritshuis της Χάγης, έπειτα από μια μεγάλη παγκόσμια περιοδεία (σε Ιαπωνία, Ιταλία και Ηνωμένες Πολιτείες) διάρκειας δύο ετών, όσο κράτησε και η ανακαίνιση του μουσείου. Μετά την περιοδεία αυτή και την αθρόα προσέλευση του κοινού, η δημοτικότητα του έργου εκτοξεύτηκε. Δεν έγινε μόνο διάσημο, αλλά και πολύ δημοφιλές.
Τα τεχνολογικά άλματα που έχουν σημειωθεί τα τελευταία 25 χρόνια έπεισαν τους ιστορικούς και συντηρητές έργων τέχνης ότι ο πίνακας μπορεί να «μιλήσει» για μια σειρά από γρίφους της ζωγραφικής τέχνης του Vermeer, που με την τεχνική και το έργο του επηρέασε τους περισσότερους εκπροσώπους της ολλανδικής ζωγραφικής.
Έτσι, το 2018, ξεκίνησε στο μουσείο της Χάγης ένα πολύ σημαντικό εγχείρημα, που συγκέντρωσε τεχνογνωσία και εξοπλισμό απ’ όλο τον κόσμο προκειμένου να υποβληθεί το έργο σε μια επιστημονική εξέταση, ώστε να δημιουργηθεί μια ψηφιακή χρωματική διαστρωμάτωση του πίνακα και να ερευνηθεί ο καμβάς, οι χρωστικές ουσίες και το λάδι που χρησιμοποιήθηκαν. Η τελευταία φορά που είχε εξεταστεί το έργο ήταν το 1994 κατά τη διάρκεια μιας συντήρησης στο ίδιο μουσείο.
Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν επιστήμονες από το Rijksmuseum, το Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Delft, το Πανεπιστήμιο Πολιτιστικής Κληρονομιάς των Κάτω Χωρών και αρκετών ακόμα οργανισμών που επικεντρώνονται στην καταγραφή και συντήρηση αρχαιοτήτων και έργων τέχνης. Με σκοπό να μη διαταραχθεί η προσέλευση των επισκεπτών, το μουσείο αποφάσισε να υλοποιήσει την εξέταση ενώπιον του κοινού. Σε μια αίθουσα του μουσείου στήθηκε ένα εργαστήριο κατασκευασμένο από γυαλί, όπου χρησιμοποιήθηκαν οι τελευταίες τεχνολογίες, όπως η ακτινοσκοπία φθορισμού, η τομογραφία οπτικής συνοχής και η ψηφιακή μικροσκοπία και οι επισκέπτες μπορούσαν να παρακολουθήσουν τους ερευνητές να εργάζονται μέσα από μεγάλες οθόνες.
«Για δύο εβδομάδες, το μουσείο θα φιλοξενήσει ένα από τα πιο προηγμένα ερευνητικά κέντρα στον κόσμο και μετά από αυτό, ο περίφημος πίνακας θα είναι ένα από τα καλύτερα τεκμηριωμένα έργα τέχνης στον κόσμο» είχε δηλώσει η επικεφαλής ερευνήτρια του Mauritshuis, Abbie Vandivere.
Ο διάσημος πίνακας ενέπνευσε τη Βρετανίδα συγγραφέα Tracy Chevalier να γράψει το ομώνυμο μυθιστόρημα, «Girl with a Pearl Earring» (1999), το οποίο γυρίστηκε σε ταινία (2003), με πρωταγωνίστρια τη Σκάρλετ Γιόχανσον. Στην ταινία, το κορίτσι του πίνακα είναι η υπηρέτρια που φοράει το σκουλαρίκι της γυναίκας του Vermeer, της οποίας ο ζωγράφος φιλοτεχνεί το πορτρέτο.
Ο πίνακας μαγνητίζει κάθε χρόνο πάνω του τα βλέμματα περίπου 400.000 επισκεπτών και είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις έργων τέχνης που καταφέρνει να αφήσει στη σκιά οποιοδήποτε άλλο έργο το συνοδεύει. Το βλέμμα τρέχει ξανά και ξανά πάνω σε αυτό το αριστουργηματικό έργο και αποσπά την προσοχή του θεατή, που «διαβάζει» την ευγένεια, την αθωότητα και την μελαγχολία στο βλέμμα της. Η γοητεία που ασκεί ίσως έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί μια υποβλητική έκφραση της διαχρονικής γυναικείας ομορφιάς.
Πηγές: www.culturenow