To σπασικλάκι
Μπήξαμε το κοντάρι στην άμμο, ανοίξαμε την από τριαντακονταπενταετίας ομπρέλα, σκυλί πανί τίποτα δεν έπαθε για να μας δώσει αφορμή να πάρουμε καινούρια, την βάλαμε στον κονταροϊστό, σίδερο που ούτε καν σκούριασε, ξεδιπλώσαμε τις αλουμινέ καρέκλες μας, μία κανονική και μία που σου πιάνεται η μέση για να σηκωθείς, παράτησα χάμω την τσάντα με τις πετσέτες και λοιπά απαραίτητα της θαλάσσης, βλέπε δύο ειδών αντηλιακά, πετσέτες σε μέγεθος γίγας, τσαντάκι με τσίχλες και χαρτομάντιλα, σας πιάνει κι εσάς εκείνο το περίεργο τρέχει-η-μύτη-μου-όταν-βγαίνω-από-τη-θάλασσα;
Και φυσικά καπέλα, για μένα καπελαδούρα παύλα σομπρέρο, που είμαι γαλακτερή και γίνομαι σαν τον απ’ αυτό της μαϊμούς, βγάλαμε τα περιττά από πάνω μας, τουτέστιν ρούχα για τη διαδρομή και μπήκαμε στα χωρικά μας ύδατα με ασκήσεις θάρρους, καθότι κρύο το νερό. Κολύμπι με γρήγορες απλωτές για ζέσταμα, κουβεντολόι ενώ τα πόδια πατούν αόρατα πετάλια, έξοδος.
Αριστερά μας ζεύγος γιαγιά-παππούς και τρίχρονος εγγονός, που μας προέκυψαν μετά την δική μας εγκατάσταση και κατάληψη αμμώδους χώρου. Ομπρέλες δύο, καρέκλες αλουμινέ τρεις, παιδικό καρεκλάκι ένα, συμπράγκαλα απίστευτα, πίστεψα ότι κάποιος – κατά προτίμησιν κάποια μαμά – είναι στη θάλασσα, καθότι περίσσευε μία καρέκλα. Αποδείχτηκε λάθος εκτίμηση, κανείς και καμιά δεν έκανε ούτε καν πέρασμα γκεστ.
To σπασικλάκι
Φαίνεται ότι έχουν ήδη βουτήξει ή τσαλαβουτήξει στα ρηχά, κουβαδάκια-καραβάκια-φτυαράκια ατάκτως ερριμένα, η γιαγιά κάθεται στη μία καρέκλα, έχει τυλιγμένο τον μικρό σε πετσέτα παιδική στην αγκαλιά της, περιτυλιγμένη κι εκείνη από τη μέση και κάτω σε πετσέτα μη παιδική εντόνου κροκί, κοιτώντας και οι δύο το απέραντο γαλάζιο και τον ταΐζει τηγανητές πατάτες μέσα από ένα μικρό στρογγυλό κίτρινο χαριτωμενοταπεράκι. Εδώ να κάνω μία προσωπική εξομολόγηση: ζήλεψα! Τις τηγανητές πατάτες φυσικά!
Η γιαγιά μοντέρνα, έχει βαμμένο το νύχι του ποδιού ασορτί με το μωβ πεθαμενατζί ολόσωμο μαγιό, αν και είναι εβδομηνταφεύγα. Το μαλλί δε λέει και πολλά, καλοκαίρι είναι, το έχει αφήσει ανέμελο να κρέμεται, ξεχωρίζουν οι καμένες από περμανάντ και καστανομελί βαφή άκρες.
Στην άλλη ομπρέλα, που σημειωτέον είναι σε απόσταση δύο μέτρων και σταθμών του μετρό, κάθεται ένας καημένος να τον πω; καμένος να τον πω; φουκαράς να τον πω; παππούς, πλάτη δε σε είδα-δε σε ξέρω σε σύζυγο και εγγονό, με το μονόχρωμο βερμουδέ μαγιό του και τα φουξ γυαλάκια κολύμβησης περασμένα ως κοκαλάκι στο κεφάλι, με τα καστανά με αρχές γκρίζων κροτάφων μαλλιά να ’χουν πάρει εκείνη την όρθια καλαμένια στάση.
Το πανηγύρι ξεκινάει όταν ο μικρός αρχίζει να γκαρίζει, να κλαίει και να οδύρεται –όλα αυτά μαζί – άνευ λόγου και αιτίας φαινομενικά, (γιατί ποτέ δεν ξέρεις γιατί ξεκινάει να κλαίει ένα παιδί), όρθιος στην αμμουδιά, να δείχνει προς τη θάλασσα που έχει ξαναμπεί η γιαγιά – αφού το τάισε, του έβαλε τα κόκκινα φυμέ γυαλιά, το μπλε καπελάκι και υπέθεσε ότι είναι μια χαρά – και να φωνάζει υστερικά και τσιβδιστικά: «ΘΣούλαααααα!!!». Ο παππούς ηρεμότατος να του λέει «Είναι στη θάλασσα η Σούλα» κι εκείνο με φωνή μπλακ εντ ντέκερ που πατάς τον διακόπτη και ανεβάζει στροφές και όταν τον αφήνεις ξανακατεβάζει, να συνεχίζει το κλάμα και το τσίριγμα: «ααααΑΑΑΑαααα!!! ΘΣούλαααααα!!!». Ο παππούς κάνει επανάληψη, καθότι μήτηρ πάσης μαθήσεως, ότι η Σούλα είναι στη θάλασσα. «Να βγειιιιι!!» απαντάει το σκατό. «Να βγει από τη θάλασσα;» «Ναιιιι!!! Να βγει από τη θάλαθσσαααα!!!». Είδε κι απόειδε ο καψερός, της κάνει νόημα να έρθει έξω. Κι εκείνη βγαίνει, τι να κάνει;
To σπασικλάκι
Εν τω μεταξύ, όλο το παραδίπλα μπιτσόμπαρο και όλη η ένθεν ακτή, ακούει το κρουστικό να συνεχίζει το τρύπημα των τυμπάνων του κι αναρωτιέται, ίσως όπως κι εγώ, πώς κάτι τόσο μικρό κάνει τόσο μεγάλη φασαρία κι απορούμε όλοι που λένε ότι δεν πρέπει να αφήνεις τα αγοράκια να κλαίνε, γιατί πρήζονται τα κακαλάκια τους λένε.
Μπροστά μας έχουν στρατοπεδεύσει με όλο το παραλιακό αξεσουάρ τρεις μαμάδες με τα έξι παιδιά τους, πέντε αγοράκια δυόμιση έως έξι χρονών και ένα κοριτσάκι γύρω στα πέντε, τα οποία είτε είναι εκεί είτε αλλού, το ίδιο και το αυτό: κιχ! Παίζουν ήρεμα, μπαινοβγαίνουν στο νερό, σκάβουν λακκούβες και κάνουν πυργάκια στην άμμο και δεν ακούγεται παρά μόνο η φωνούλα τους όταν απευθύνεται το ένα στο άλλο.
Η Σούλα έχει βγει και ο συναγερμός έχει λήξει, προς το παρόν απ’ ότι αποδεικνύεται σε λίγο. Γιατί κάτι τον ενεργοποίησε, κάποια μύγα τον τσίμπησε και ξανάρχισε τα ντεσιμπέλ σε μορφή χαμηλών-οξέων κυμάτων. «ααααΑΑΑΑαααα!!!» Κι εμένα να μου ’ρχεται να πάω να το βουτήξω και να το χώσω στα ρηχά, κατά προτίμησιν με το κεφάλι – ναι, ξέρω, τώρα γελάτε και μετά θα σκεφτείτε ότι είμαι παράφρων/τρελή/ανισόρροπη/για δέσιμο/κακιά μάνα – ή να πάω να μπουφλίσω την γιαγιά που υποκύπτει σε κάθε του επιθυμία, που είναι τόσο ήρεμη και να ρωτήσω τι χάπια παίρνει, ή να βρω το τηλέφωνο των γονιών και να ρωτήσω πού είδαν τις οδηγίες χρήσης.
To σπασικλάκι
«Θες να φύγουμε;» ρωτάει η γιαγιά και αντί απάντησης, αρχίζει πάλι η προσπάθεια διάτρησης των τυμπάνων μας. Βλέπω τις φλέβες του να πετάγονται, τα δάκρυα να μην εμφανίζονται, το γυαλί-γυαλί στη θέση του όλα κι όλα, όλο το σώμα του τσιτωμένο – όπως τα νεύρα μας εξάλλου – μετράω δόντια στην ανοιχτή στοματική κοιλότητα, τα βρίσκω εντάξει, απορώ με την ερώτηση της γιαγιάς, τι το ρωτάς το ζωντανό και δεν κάνεις αυτή την ερώτηση σε μας να εισπράξεις ένα «ΝΑΙ» εξίσου τσιριχτό; Βούτα το και φύγε, που του κάνεις ερωτήσεις κρίσεως εν ώρα κρίσεως; Η απάντηση του μικρού είναι βεβαίως ένα «όοΟΟΟχχιιιΙΙΙΙιιι!!», βρήκε τρόπο να στρέψει πάνω του την προσοχή και θα φύγει; Παιδί είναι, όχι χαζό!
Ο παππούς, σαν να τον έχει μαλώσει η γιαγιά στο σπίτι για μια ζημιά που έκανε και του είπε «Εσύ σήμερα το κουβαδάκι σου και σε άλλη παραλία, θα τηρήσεις τη σιωπή του μοναχού για τιμωρία», μονάχος την έβγαλε και περιήλθε σε κατάσταση Ζεν. Ακούει, αλλά δεν παίρνει μέρος. Βλέπει, αλλά δεν κουνάει το δαχτυλάκι του. Κάθεται στην άμμο και κοιτάει τις προσπάθειες της γυναίκας του να ανακαλύψει με ερωτήσεις τι θέλει το εγγόνι. Δεν βγάζει άκρη εκείνη και αποφασίζει, προς ανακούφισιν όλων μας, να μαζέψει το καρεκλοχώρι και να του δίνουν.
Εκείνη την ώρα έρχεται ο δυομισάρης από την διπλανή ομπρέλα, πιάνει ένα φτυαράκι του τρίχρονου και του λέει: «Σέλεις να παίτσουμε; Να ζεμίσουμε χώματα και να κάνουμε πυγάκια;» Και Ώ! Του θαύματος! σταματάνε τα κλάματα, οι φωνές, οι υστερίες! Πού ήσουν, μικρό μου, τόση ώρα; Γιατί δεν εμφανιζόσουν νωρίτερα; Γιατί μας άφησες να υποστούμε τόσοι ενήλικες αυτήν την ακουστική ταλαιπωρία;
Η γιαγιά έχει μαζέψει τα πράγματα, τα φορτώνεται μαζί με τον παππού, παίρνει και τον μικρό από το χέρι που παραδόξως δεν έχει αρχίσει πάλι να κλαίει και κατευθύνονται στο αμάξι. Έφυγαν και ησύχασε η Πλάση. Τόση, που αντιλαμβανόμαστε πως τόση ώρα έπαιζαν τραγούδια στο μπιτσόμπαρο κι εμείς δεν τα ακούγαμε.
To σπασικλάκι