Ένα απόγευμα που είχα βαρεθεί τα social media, ψάχνοντας κάτι διαφορετικό να διαβάσω, έπεσα πάνω στο «Όπου κι αν είσαι» της Ιωάννας Γκανέτσα. Ο τίτλος με τράβηξε – μου θύμιζε κάτι που λες σε κάποιον που έχεις χάσει. Δεν περίμενα ότι θα με κάνει να σκεφτώ τόσο πολύ τους δικούς μου νεκρούς.
Προσωπική άποψη: Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Η κυρία Γκανέτσα δουλεύει στην αστυνομία, διδάσκει, ξέρει πώς να κοιτάζει τους ανθρώπους όταν πονάνε, χωρίς να τους κρίνει. Στις Εκδόσεις Bell εμπιστεύθηκε μια ιστορία που δεν προσποιείται ότι ο πόνος είναι ωραίος – απλά δείχνει πώς μπορεί κάποιος να ζήσει μαζί του χωρίς να τρελαθεί.
Ο καπετάνιος που έχασε το τιμόνι του, Νικόλας, παίρνει το δοχείο με τις στάχτες της Ανδριάνας κι ανεβαίνει σε ένα κρουαζιερόπλοιο για να κάνει αυτό που της είχε υποσχεθεί: να τη σκορπίσει σε μέρη που της άρεσαν. Δεν είναι ένα τυπικό ταξίδι διακοπών. Είναι αποστολή που πρέπει να κάνει για να μπορέσει να προχωρήσει. Στο πλοίο, γνωρίζει τη Μόνικα, μπριόζα ζωγράφο που έχει τους δικούς της λόγους να ταξιδεύει μόνη. Ορισμένες φορές δύο άγνωστοι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι μερικές συζητήσεις μπορούν να γίνουν μόνο ανάμεσα σε όσους έχουν χάσει κάτι πραγματικά σημαντικό.
Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις γιατί κλαις, αρκεί να υπάρχει κάποιος που δεν σε ρωτάει.
Το «Όπου κι αν είσαι», το χρονικό ενός ταξιδιού προς τη συμφιλίωση με επίπονες καταστάσεις και την αναγέννηση, από το σκοτάδι του πένθους στο φως της ζωής, από τη θλίψη του έρωτα στο μεγαλείο του, από τις σπίθες της επιθυμίας στη φλόγα της αγάπης που καίει αιώνια, σε πηγαίνει από βόρεια λιμάνια μέχρι τροπικές θάλασσες, όπου κάθε μέρος έχει τη δική του ιστορία. Η συγγραφέας μέσω έρευνας έχει ταξιδέψει σε αυτά τα πλοία, έχει δει πώς λειτουργούν, έχει μιλήσει με ανθρώπους που έχουν κάνει παρόμοια πράγματα. Δεν τα επινοεί.
Αυτό που μου άρεσε είναι ότι δεν κάνει τον Νικόλα υπερήρωα. Κάποιες μέρες δεν μπορεί καν να σηκωθεί από το κρεβάτι, άλλες νιώθει ένοχος που γελάει με κάτι. Κάποιες φορές του φαίνεται παράδοξο που οι άλλοι επιβάτες ανησυχούν για το τι θα φάνε στο δείπνο, ενώ αυτός σκέφτεται πού θα αφήσει στάχτες.
Η ζωή δεν σταματά επειδή κάποιος πέθανε – απλώς παίρνει διαφορετικό ρυθμό. Να τιμάς την απώλεια με νοσταλγία συνεχίζοντας να προχωράς… Να νιώθεις…
Η Μόνικα δεν είναι εκεί για να τον σώσει. Έχει τα δικά της να λύσει. Αλλά μαζί βρίσκουν έναν τρόπο να μην αισθάνονται τόσο χαμένοι. Υπάρχουν στιγμές που μιλάνε για τη θάλασσα και εννοούν εντελώς άλλα πράγματα. Στιγμές που κοιτάζουν το ηλιοβασίλεμα και ο καθένας σκέφτεται κάποιον που δεν είναι πια εκεί για να το δει.
Η κυρία Γκανέτσα γράφει με απλότητα, χωρίς να προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Σου λέει την ιστορία όπως την έζησε ο Νικόλας, χωρίς φιλτραρίσματα. Και δεν σου υπόσχεται τίποτα τρελό, ότι θα γυρίσει ο χρόνος πίσω ή ότι όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν. Απλά αφήνει μια υπενθύμιση ελπίδας μέσα απ’ τον πόνο.
Σε κάθε λιμάνι στο «Όπου κι αν είσαι» και μια μικρή τελετή αποχαιρετισμού. Ο Νικόλας στέκεται κάπου που η Ανδριάνα του είχε πει ότι της άρεσε και αφήνει λίγες στάχτες. Κάποιες φορές κλαίει, άλλες όχι. Κάποιες φορές του έρχονται αναμνήσεις, άλλες νιώθει άδειος.
Ό,τι κι αν χάσεις, η μνήμη δεν χάνεται – απλώς μαθαίνεις να τη μεταφέρεις διαφορετικά.
Το τέλος δεν είναι παραμυθένιο, αλλά ρεαλιστικό. Ο Νικόλας δεν γυρίζει σπίτι «γιατρεμένος». Γυρίζει αλλαγμένος. Έχει κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει, έχει αφήσει την Ανδριάνα εκεί που ήθελε να είναι και έχει καταλάβει ότι μπορεί να συνεχίσει να τη θυμάται χωρίς να μένει κολλημένος στο παρελθόν.
Ενας έρωτας που γεύεται την απώλεια, μια θάλασσα γεμάτη μνήμες και μια ψυχή που ταξιδεύει για να βρει φως.
Κλείνοντας το «Όπου κι αν είσαι», σκέφτηκα: πόσοι από εμάς έχουμε σκεφτεί τι θα θέλαμε να κάνει κάποιος με τη δική μας μνήμη όταν δεν θα είμαστε εδώ για να του το πούμε;
Περίληψη: O έρωτας όσο γιατρεύει άλλο τόσο πληγώνει. Σχεδόν ικετεύει γι’ αυτό. Έτσι καταλαβαίνει κανείς ότι ερωτεύτηκε πολύ, όταν έχει ευτυχήσει και έχει δυστυχήσει πολύ την ίδια στιγμή.
Όταν ο Νικόλας αποφάσιζε με την Ανδριάνα να εγκαταλείψουν τη θάλασσα για να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους στη στεριά, δε φανταζόταν ότι η μοίρα θα τον ανάγκαζε πολύ σύντομα να επιστρέψει. Μόλις ένα χρόνο μετά, επιβιβάζεται και πάλι στο κρουαζιερόπλοιο The World, αυτή τη φορά όχι ως καπετάνιος αλλά ως επιβάτης, για να πραγματοποιήσει την τελευταία επιθυμία της Ανδριάνας πριν φύγει από τη ζωή: να σκορπίσει τις στάχτες της σε μέρη του κόσμου όπου είχαν ταξιδέψει μαζί.
Σε μια στάση του στο δύσκολο ταξίδι του πένθους, ο Νικόλας γνωρίζει τη Μόνικα, μια μπριόζα αρτίστα. Κυνηγημένη από τις δικές της χίμαιρες, η Μόνικα δέχεται την πρότασή του να δουλέψει στο κρουαζιερόπλοιο και αφήνει την ασφάλεια της ξηράς με προορισμό τα πέρατα της γης.
Από τα κοσμοπολίτικα λιμάνια της Ευρώπης ως τις αισθησιακές γειτονιές της Λατινικής Αμερικής, από τις χώρες της Άπω Ανατολής ως τα απόκρημνα βράχια με θέα τον ήλιο του μεσονυκτίου, από την αρχοντική Δύση ως τη μυστηριώδη Ανατολή, από τον ψυχρό Βορρά ως τον θερμό Νότο, ο Νικόλας και η Μόνικα ανακαλύπτουν τις αθέατες πληγές της απώλειας, τις ψυχικές ουλές του έρωτα, τη δύναμη της φιλίας, τις κρυφές επιθυμίες της ψυχής, τις ανατροπές που φέρνει το παρελθόν, τα παιχνίδια που παίζει η ίδια η ζωή.
Το Όπου κι αν είσαι είναι το χρονικό ενός ταξιδιού από το σκοτάδι του πένθους στο φως της ζωής, από τη θλίψη του έρωτα στο μεγαλείο του, από τις σπίθες της επιθυμίας στη φλόγα της αγάπης, που καίει αιώνια. Κανείς δε μιλά ποτέ για τις δυστυχίες σε τραγούδια ευτυχίας. Λες και πάντα πρέπει να διαλέγεις πλευρά. Ή το τριαντάφυλλο ή τα αγκάθια. Ή το χαμόγελο ή τη λύπη. Για τη θλίψη που συνοδεύει τη στιγμή ποιος έχει άραγε μιλήσει από αυτούς που την έχουν νιώσει; Ίσως κανείς, από φόβο μήπως πονέσουν περισσότερο όλοι όσοι αγαπούν.
Στοιχεία βιβλίου

Τίτλος: Όπου κι αν είσαι
Συγγραφέας: Ιωάννα Γκανέτσα
Εκδόσεις: Bell
ISBN: 9789605072377
Σελίδες: 280
Έτος έκδοσης: 20/06/2025
Επιμέλεια: Ζωή Τσούρα
Δημιουργία κεντρικής εικόνας: Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ