Άγραφος Νόμος. Η Σόφη Θεοδωρίδου με την ενδελεχή ιστορική έρευνα και την ιδιαίτερη αμεσότητα της πένας της μας μεταφέρει στην Ελλάδα την περίοδο του Μεσοπολέμου, του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου.
Προσωπική άποψη: Μαρία Στρατή
Με σεβασμό στα ήθη της εκάστοτε εποχής και στα τραυματικά βιώματα αρκετών γυναικών, προσπαθεί να μας μεταφέρει στην ανδροκρατούμενη ελληνική επαρχία όπου η γυναίκα αποκτούσε αξία μόνο ως η κόρη, η αδερφή, η γυναίκα και η ερωμένη κάποιου άντρα. Μήπως αυτό ισχύει εν μέρη και σήμερα;
Μπορούν άραγε να ξεγραφτούν κάποιοι “άγραφοι νόμοι” από τα κατάστιχα της κοινωνίας;
Στην ελληνική επαρχία του 30’ και του 40’ ο σύζυγος και ο αδερφός εξουσίαζαν τις ζωές των γυναικών σε απόλυτο βαθμό και ο λόγος του άντρα αποτελούσε “Άγραφο Νόμο”. Όσες γυναίκες ασφυκτιούσαν και τολμούσαν να αντισταθούν εξοστρακίζονταν. Ωστόσο, στο βιβλίο η συγγραφέας κάνει εκτενή αναφορά στην εχθρική στάση της πεθεράς έναντι στη νύφης φέρνοντας στο προσκήνιο ακόμη μία πτυχή του σεξισμού.
Σε μια συνέντευξη της η συγγραφέας δήλωσε ότι μερικά από τα βιώματα των ηρωίδων του βιβλίου “Άγραφος Νόμος” τα έχει εμπνευστεί από ιστορίες που έχει ακούσει από κάποιες γυναίκες για τα βάσανα και τις κακουχίες που βίωσαν οι μανάδες και οι γιαγιάδες τους από τον πατέρα, τον σύζυγο, τον αδερφό, την μάνα, την πεθερά και κυρίως από τον κοινωνικό περίγυρο.
Οι πρώτες σπίθες της γυναικείας χειραφέτησης στην Ελληνική επαρχία
Σε μια εποχή όπου τα κορίτσια ονειρεύονται ένα παραμυθένιο γάμο, ενώ παράλληλα σύζυγος και πεθερά θεωρούν τη γυναίκα κτήμα τους νομίζοντας ότι έχουν το δικαίωμα να ορίζουν την ύπαρξή της, η Αιμιλία αποφασίζει να κάνει τη δική της επανάσταση. Το ερώτημα που κυριαρχεί στο πρώτο μισό του βιβλίου είναι πώς αυτά τα κοριτσάκια εξελίσσονται σε γυναίκες καταπιεσμένες, εξουθενωμένες από τις δουλειές και πικρόχολες; Γιατί αυτά τα κοριτσάκια που υπέφεραν από την πεθερά τους συμπεριφέρονται απαίσια στη νύφη τους, και κυρίως πότε άραγε θα σπάσει ο κύκλος της καταπίεσης;
Το βιβλίο ξεκινά με τον θάνατο της Θυμίας, θετής μητέρας της Αιμιλίας. Η Θυμία είναι η προσωποποίηση της αυτοθυσίας και του αλτρουισμού διότι στις σφαγές των Ποντίων, ενώ έχασε τον άντρα της και τα παιδιά της, βρήκε το ψυχικό σθένος να υιοθετήσει ένα ορφανό κορίτσι που βρήκε στο δάσος, την Αιμιλία. Για να έχει αυτό το κοριτσάκι μια καλύτερη τύχη, όταν βρέθηκαν στην Ελλάδα, δέχθηκε να παντρευτεί τον Στράτο, ένα άντρα που ασκούσε πάνω της φυσική και ψυχολογική βία. Όταν η Θυμία ήταν βαριά άρρωστη, η Αιμιλία γνωρίστηκε με τον ταλαντούχο μουσικό και τραγουδοποιό Δάμο σε ένα περίπατο που έκανε για να ξεφύγει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του σπιτιού.
Μετά τον θάνατο της Θυμίας, λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Αιμιλία παίρνει μια απόφαση αστραπή. Να παντρευτεί τον Δάμο και να φύγει μαζί του για τον τόπο του, το Δίλατο, ένα χωριό στην περιοχή της Μακεδονίας, όπου μετά την Ανταλλαγή συμβιώνουν Σλαβόφωνοι ντόπιοι και πρόσφυγες από τον Πόντο, την Κωνσταντινούπολη και την Καππαδοκία. Οι διάλογοι στα ντόπικα και στα ποντιακά δίνουν μια επιπλέον πινελιά στην πλοκή και βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα το πολυγλωσσικό και πολυπολιτισμικό μωσαϊκό που δημιουργήθηκε στη Μακεδονία ως αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων και των διωγμών των Ποντίων, των Καππαδόκων, των Μικρασιατών και άλλων ελληνικών πληθυσμών από τους Νεότουρκους.
Οι περισσότεροι κάτοικοι θα αντιμετωπίσουν με καχυποψία την “Πρωτευουσιάνα” Αιμιλία. Σε αυτό τον τόπο η Αιμιλία θα γνωρίσει και θα δεθεί με τη Σόνια, τη διάσημη μοδίστρα νυφικών, την Κατινούλα που προδόθηκε από τον αρραβωνιαστικό της, τη νεαρή Αννίτα που λόγω μιας νεανικής απερισκεψίας αναγκάζεται να παντρευτεί ένα άντρα που δε θέλει και έπειτα να βιώσει τα πάνδεινα από την πεθερά της και τον πατριό του άντρα της, και τέλος τη Νίνα που έχει τα κότσια να ζήσει τη ζωή της όπως εκείνη θέλει.
Η πρώτη εβδομάδα του γάμου της Αιμιλίας και του Δάμου ήταν παραμυθένια, παρόλο που τα πεθερικά της την εξουθένωναν στις οικιακές και αγροτικές εργασίες, ώσπου ένα καντήλι αναμμένο δίνει φωτιά σε όνειρα και ελπίδα. Μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό ο Δάμος εγκαταλείπει την Αιμιλία στους γονείς του και φεύγει για τη Θεσσαλονίκη όπου κάνει καριέρα ως μουσικός. Ωστόσο, ο πόλεμος θα αλλάξει τις ζωές όλων και κυρίως θα ξεγράψει κάποιους άγραφους νόμους από τα κατάστιχα της κοινωνίας.
“Άλλαξε δραματικά η ζωή της Αιμιλίας σαν έφυγε ο Δάμος. Σκληρή δουλειά από το πρωί ως το βράδυ, δίχως καμία χαρούμενη προσδοκία από κείνες που σε κάνουν ν’ αντέχεις τις δύσκολες μέρες και βοηθούν στο ξαλάφρωμα της ψυχής.”
Σε μια κοινωνία ιδιαίτερα ασφυκτική η Αιμιλία βρίσκει αποκούμπι στη Σόνια. Έπειτα από μια εσωτερική διεργασία κατορθώνει να υψώσει το ανάστημά της καθώς επίσης και να στηρίξει ενεργά άλλες γυναίκες που έχουν εξοστρακιστεί από την οικογένεια και τον κοινωνικό περίγυρο.
“Κανείς δεν επισκεπτόταν την Αννίτα κι ούτε της απηύθυναν τον λόγο, όποτε την αντάμωναν. Σαν να μην ήταν υπαρκτή, σαν να ήταν ένα φάντασμα που περιπλανιόταν αόρατο στο χωριό. Η μόνη που αγνόησε το… εμπάργκο ήταν η Αιμιλία.”
Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη σεξουαλική παρενόχληση και στην αδυναμία των θυμάτων να μιλήσουν, ένα ζήτημα που δυστυχώς παραμένει επίκαιρο. Στο τέλος όμως η Αιμιλία κατορθώνει να βρει την αγάπη και τη στήριξη που της αξίζουν. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μπορεί να χαρακτηριστεί αρκετά τολμηρό με κάποια επιμέρους φεμινιστικά στοιχεία. Ωστόσο, πιστεύω ότι η κυρία Θεοδωρίδου θα έπρεπε σε κάποια σημεία να ασκήσει πιο έντονη κριτική και να είναι κάπως πιο αιχμηρή.
Η συγγραφέας κατορθώνει να φέρει στο επίκεντρο τις γυναίκες του 30’ και του 40’ που κατάφεραν να υψώσουν το ανάστημά και να ορίσουν μόνες τους τη μοίρα τους. Είναι γεγονός ότι οι συγκεκριμένες δεκαετίες αποτελούν ορόσημο για τη γυναικείας χειραφέτησης διότι οι άντρες είτε πολεμούσαν είτε σκοτώνονταν στον πόλεμο άρα οι γυναίκες έπρεπε να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις για να επιβιώσουν. Συγκεκριμένα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρήθηκε ότι αρκετές γυναίκες μπήκαν στην αγορά εργασίας.
Μια νέα κυκλοφορία από τη Σόφη Θεοδωρίδου και τις Εκδόσεις Ψυχογιός όπου αντανακλώνται τα πρώτα σκιρτήματα αντίστασης των γυναικών που ασφυκτιούν στην κλειστή κοινωνία της επαρχίας. Η συγγραφέας θίγει τον τρόπο με τον οποίο οι πατριαρχικές αντιλήψεις παρεισφρέουν σε διάφορους κοινωνικούς θεσμούς, ακόμη και στις μέρες μας, και κυρίως πώς εξακολουθούν κατά τη γνώμη μου να καθορίζουν νόρμες και συμπεριφορές.
Περίληψη Άγραφος Νόμος: Μια μικρή επαρχία, όπου κυριαρχούν ο άντρας και η πεθερά. Κορίτσια, που από μικρά ονειρεύονται τον γάμο και εξελίσσονται σε γυναίκες καταπιεσμένες, εξουθενωμένες απ’ τη δουλειά και πικρόχολες. Σ’ αυτή την κοινωνία θα βρεθεί η Αιμιλία, αφήνοντας την πρωτεύουσα το 1937, όταν δέχεται να παντρευτεί τον μουσικό και τραγουδοποιό Δάμο. Στο χωριό του, όπου συμβιώνουν μετά την Ανταλλαγή ντόπιοι και πρόσφυγες, οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους θα την αντιμετωπίσουν με καχυποψία και θα την αποκαλέσουν «η Πρωτευουσιάνα». Εκεί θα γνωρίσει και θα δεθεί με τη Σόνια, τη διάσημη μοδίστρα νυφικών, την προδομένη απ’ τον αρραβωνιαστικό της Κατινούλα, τη νεαρή Αννίτα, που για μια νεανική αμυαλιά υποχρεώνεται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν αγαπά, και τη Νίνα, που έχει τα κότσια να ζήσει τη ζωή της όπως θέλει.
Είναι μια εβδομάδα παντρεμένη, όταν η φωτιά, που αφάνισε τις αδελφές της στον Πόντο, της καταστρέφει ξανά τη ζωή. Ο Δάμος την εγκαταλείπει στους γονείς του και πηγαίνει στη Σαλονίκη. Ωστόσο, ο πόλεμος που θα έρθει θα αλλάξει τις ζωές όλων τους καταλυτικά και θ’ ανατρέψει πολλά κατεστημένα. Τα πρώτα σκιρτήματα αντίστασης γυναικών που ασφυκτιούν μες στην επαρχιακή κοινωνία στην οποία ζουν, όπου ο λόγος του άντρα είναι Άγραφος Νόμος.
Στοιχεία βιβλίου
Τίτλος: Άγραφος Νόμος
Συγγραφέας: Σόφη Θεοδωρίδου
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 544
ISBN: 978-618-01-4268-6
Ημερομηνία έκδοσης: 07/04/2022
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ