O Giorgio de Chirico, ζωγράφος, γλύπτης, αλλά και συγγραφέας, γεννήθηκε το 1888 στον Βόλο και πέθανε στη Ρώμη το 1978. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του μηχανικού Evaristo De Chirico που επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας.
Γράφει η Αγγελίνα Παπαθανασίου
Η οικογένεια του Giorgio de Chirico εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα το 1897. Το ελληνικό περιβάλλον και ο ελληνικός πολιτισμός, μέσα στον οποίο μεγάλωσε ο De Chirico, υπήρξαν πηγή έμπνευσης για εκείνον. Ο Εvaristo επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του το επάγγελμα του μηχανικού, ωστόσο ενθάρρυνε τελικά τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα των παιδιών του (και ο αδελφός του ασχολήθηκε με τη ζωγραφική) και ανέθεσε σε ιδιωτικούς δασκάλους τη μόρφωσή τους. Πρώτος δάσκαλος του Giorgio υπήρξε ένας νέος Έλληνας ζωγράφος από την Τεργέστη. Αργότερα, την περίοδο 1903-5, φοίτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Γεώργιο Ροϊλό, Κωνσταντίνο Βολονάκη και Γιώργο Ιακωβίδη. Τον Μάιο του 1905 σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την αποτυχία του, την ίδια χρονιά, στις τελικές εξετάσεις της σχολής.
Tο φθινόπωρο του 1906, εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Αποχώρησε από την Ακαδημία πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του και το καλοκαίρι του 1909 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. Την ίδια περίπου περίοδο ήρθε σε στενή επαφή με το έργο του Νίτσε.
Το 1911 μετακόμισε στο Παρίσι, έχοντας προηγουμένως επισκεφτεί για λίγες ημέρες το Τορίνο, το οποίο απεικόνισε αργότερα σε μία σειρά πινάκων του. Εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις του αδελφού του στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, ο ζωγράφος έγινε θερμά δεκτός και το 1912 παρουσιάστηκαν τρία έργα του στη Φθινοπωρινή Έκθεση (Salon), μία Αυτοπροσωπογραφία και οι συνθέσεις Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος και Το αίνιγμα του χρησμού.

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγικότητά του περιορίστηκε σημαντικά. Ήταν λιποτάκτης από τον Μάρτιο του 1912 και είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης. Όταν το 1915 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία, δόθηκε αμνηστία σε όλους τους λιποτάκτες που θα παρουσιάζονταν άμεσα, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύτηκε και παρουσιάστηκε τελικά τον Μάιο του 1915 στη Φλωρεντία.
Τον επόμενο μήνα τοποθετήθηκε στη Φεράρα, όπου συνέχισε να ζωγραφίζει με μειωμένους ρυθμούς, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρεί τις επαφές του στο Παρίσι.
Στη Φεράρα, συνδέθηκε με τον ζωγράφο Ardengo Soffici και τον συγγραφέα Giovanni Papini, επιδιώκοντας τη διάδοση της μεταφυσικής ζωγραφικής στην Ιταλία. Το 1917, ο ζωγράφος Carlo Carra μετατέθηκε στην ίδια πόλη και συνδέθηκε φιλικά με τον De Chirico, αφομοιώνοντας πολλά στοιχεία της μεταφυσικής ζωγραφικής. Αργότερα, ο Carra διεκδίκησε την πατρότητά της, γεγονός που οδήγησε στη διαμάχη του με τον De Chirico.
Στα τέλη του 1918, εγκατέλειψε τη Φεράρα και εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα του στη Ρώμη. Λίγους μήνες αργότερα οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη ατομική του έκθεση, στην γκαλερί Bragaglia (Casa d’Arte Bragaglia), η οποία όμως δεν στέφθηκε με επιτυχία. Πωλήθηκε μόνο ένας πίνακάς του, ενώ ο κριτικός τέχνης Ρομπέρτο Λόνγκι –με σημαντική επιρροή στην ιταλική καλλιτεχνική σκηνή εκείνης της εποχής– σχολίασε αρνητικά τη μεταφυσική ζωγραφική του.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στο πλαίσιο μίας βαθιάς αλλαγής, ξεκίνησε να αντιγράφει έργα των δασκάλων της Ιταλικής Αναγέννησης, μιμούμενος το ύφος τους και αναπτύσσοντας ένα νεοκλασικό ύφος, σημαντικά διαφοροποιημένο από τις προγενέστερες δημιουργίες του. Την ίδια περίπου εποχή, τα «μεταφυσικά» έργα του ήταν αντικείμενα θαυμασμού από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι όμως αργότερα τον αποκήρυξαν, εξαιτίας της στροφής του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος.
Για ένα σύντομο διάστημα, πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε στο Παρίσι πριν επιστρέψει και πάλι στο Μιλάνο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, το έργο του παρουσιαζόταν τακτικά στην Ιταλία, ενώ ο ίδιος συνέχισε να αναλαμβάνει δημόσιες παραγγελίες, έχοντας υιοθετήσει ένα νέο ύφος, με στοιχεία νεομπαρόκ, αλλά και μία πολεμική ενάντια στη μοντέρνα τέχνη. Το 1942 συμμετείχε στην 23η Μπιενάλε της Βενετίας, παρουσιάζοντας τα έργα του σε δική του αίθουσα, χωρίς ωστόσο να δεχθεί θετικές κριτικές.
Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το 1974 τιμήθηκε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών, ενώ τον επόμενο χρόνο διορίστηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο De Chirico πέθανε στις 20 Νοεμβρίου του 1978 στη Ρώμη, σε ηλικία 90 ετών. Το 1986 ιδρύθηκε το Ίδρυμα De Chirico με σκοπό τη διαφύλαξη του έργου του.
Πηγή: https://el.wikipedia.org/
Επιμέλεια: Ζωή Τσούρα