Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, στο ομότιτλο αυτοβιογραφικό του πεζογράφημα, καταθέτει τις εμπειρίες του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν. Τα γεγονότα εξιστορούνται με μυθιστορηματική μορφή και ισχυρό συγκινησιακό χαρακτήρα.
Προσωπική άποψη: Νικολέτα Χατζηιωακειμίδου
Το βιβλίο είναι ένας φόρος τιμής στα βασανιστήρια που υπέστησαν χιλιάδες αιχμάλωτοι στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Απογυμνώνει και καταδεικνύει τη γερμανική κοινωνία, η οποία έκλεινε τα μάτια στα εγκλήματα που διαπράττονταν δίπλα της. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης περιγράφει τη ζωή μέσα και έξω από το στρατόπεδο, τις σχέσεις ανάμεσα στους κρατούμενους, αλλά και τις σχέσεις των κρατουμένων με τους Γερμανούς.
Ο Αμερικάνος διοικητής με φώναξε στο γραφείο του. Ακούμπησε φιλικά το χέρι στον ώμο μου και μου είπε: «…οι Έλληνες μπορούν να φύγουν σε τρεις μέρες. Αυτοκίνητα και τραίνα είναι όλα ταχτοποιημένα. Είμαι πολύ ευτυχής που μπόρεσα να βοηθήσω Έλληνες κρατούμενους».
Στο βιβλίο καταγράφονται οι θηριωδίες των Γερμανών έναντι των Εβραίων. Ο συγγραφέας μας εκμυστηρεύεται τις ενδόμυχες σκέψεις και αγωνίες του ίδιου, στη διάρκεια κράτησής του, αλλά και τη φρικτή καθημερινότητα με έναν τρόπο εξομολογητικό, σαν ένα χρονικό κατάθεσης ψυχής.
Γράψαμε την ανακοίνωση για την αναχώρηση σε μεγάλο χαρτί, σωστή ταμπέλα, και την κρεμάσαμε στο παράθυρο. Πήγαμε και στην παράγκα για να το πούμε σ’ όσους ήταν εκεί. Άλλοι αρχίσανε να χοροπηδάνε, άλλοι δεν είπαν τίποτα και μόνο που ανάψανε τσιγάρο.
Ο ίδιος θα πει σε συνέντευξή του πως το Μαουτχάουζεν είναι η πνευματική του καταγωγή. Το έργο είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και χωρίζεται σε δύο χρονικά επίπεδα, ξεκινά με την ημέρα της απελευθέρωσης του στρατοπέδου από τους Αμερικανούς και συνεχίζει με την οργάνωση του επαναπατρισμού των επιζώντων. Η συμβίωση ανδρών και γυναικών κατά τους τελευταίους μήνες οδηγεί στη γνωριμία του νεαρού Ιάκωβου με τη Γιαννίνα. Η σχέση των δύο νέων αναπτύσσεται μέσα στο ελεύθερο πια στρατόπεδο και δίνεται στον αναγνώστη μέσα από αλλεπάλληλα flash back και fast forward, τα οποία κάνουν εμφανή τη διάκριση ανάμεσα στο χρονικό του εγκλωβισμού και την απελευθέρωση.
Περίληψη: Στις 5 του Μάη, λίγο πριν απ’ το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ, καπνισμένο και σημαδεμένο απ’ τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μάουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο. Κι αυτό το θεόσταλτο άρμα της ελευθερίας ήταν, λέει, ένα από τα αμέτρητα κι ακατανίκητα της ενδεκάτης ταξιαρχίας αρμάτων της τρίτης αμερικανικής Στρατιάς που διοικούσε κάποιος σπουδαίος στρατηγός ονόματι Τζώρτζ Πάττον!…Τι ωραία λόγια, τι ουράνιες ειδήσεις… Οι πολεμιστές μας κοίταζαν σαστισμένοι, περήφανοι, περίλυποι….Καλά που κάνανε και μείνανε εκεί ψηλά, στη ράχη του τανκ. Γλιτώσανε από τόσες μάχες. Απ’ τη χαρά μας δε θα γλιτώνανε. Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σα δαιμονισμένοι. Στριμωχνόμαστε, ποδοπατιόμαστε, για να φτάσουμε κοντά στο τανκ. Πολλοί πέφτανε πάνω και φιλούσανε τα καπνισμένα σιδερικά κι άλλοι χτυπούσανε τα κεφάλια τους και κλαίγανε.
Στοιχεία βιβλίου
Τίτλος: Μαουτχάουζεν
Συγγραφέας: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Εκδόσεις: Κέδρος
ΙSBN: 978-960-04-0112-7
Σελίδες: 360
Ημερομηνία έκδοσης: 1981
Επιμέλεια: Ζωή Τσούρα
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ