Το 1332, περίπου δεκαοχτώ χρόνια μετά από την κατάκτηση της Ρόδου από τους Iππότες του Αγ. Ιωάννη, ολόκληρο το νησί ζούσε με τον φόβο ενός τεράστιου πλάσματος, που κρυβόταν στην πλαγιά του λόφου του Αγ. Στεφάνου. Το ονόμαζαν “ο δράκος της Ρόδου”.
Γράφει η Αγγελίνα Παπαθανασίου
Το προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγ. Στεφάνου, στον λόφο επάνω από τη φωλιά του, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο, τόσο για τους προσκυνητές όσο και για τα παιδιά και τους ποιμένες, που συχνά εξαφανίζονταν περνώντας από την περιοχή. Διάφοροι ιππότες είχαν προσπαθήσει να εξοντώσουν το πλάσμα, αλλά κανείς δεν είχε επιστρέψει, ώσπου ο Μεγάλος Μάγιστρος, Helion de Villeneuve, απαγόρευσε με διάταγμα οποιαδήποτε επίθεση στο θηρίο.
Ο δράκος λέγεται πως είχε στο δέρμα φολίδες, που ήταν τέλεια αδιαπέραστες είτε στα βέλη είτε σε οποιοδήποτε τέμνον όπλο. Εντούτοις, ένας νέος ιππότης, που ονομαζόταν Dieudonné de Gozon, δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να πειθαρχήσει στο διάταγμα. Ζήτησε την άδεια να λείψει για έναν χρόνο, και πήγε στο σπίτι του, στο κάστρο του πατέρα του Gozon, στο Languedoc, και εκεί ζήτησε να του φτιάξουν ένα πρότυπο του τέρατος, με το οποίο εκπαίδευσε το άλογο και τα σκυλιά του. Είχε παρατηρήσει ότι οι φολίδες δεν προστάτευσαν την κοιλιά του ζώου, αν και ήταν σχεδόν αδύνατο να καταφέρει εκεί ένα χτύπημα εξαιτίας των τεράστιων δοντιών του και των άγριων κτυπημάτων της μακριάς ουράς του.
Όταν ολοκλήρωσε την εκπαίδευση του αλόγου και των σκυλιών, επέστρεψε στη Ρόδο και κατευθύνθηκε προς τη βουνοπλαγιά, όπου σύχναζε ο δράκος. Το άλογό του ήταν καλά προετοιμασμένο, ώστε να αντιληφθεί τη διαφορά μεταξύ του αληθινού και ψεύτικου τέρατος, και τα δύο σκυλιά, που του ήταν αφοσιωμένα, επιτίθονταν στο ζώο, καθώς ο κύριός τους το χτύπαγε με το ξίφος του. Ένα χτύπημα όμως από την ουρά του τέρατος τον έριξε κάτω και ο δράκος έσκυψε πάνω του, αφήνοντας εκτεθειμένη την κοιλιά του. Ο ιππότης ώθησε τότε το ξίφος του σε αυτήν. Το τέρας σωριάστηκε πάνω του και όταν τελικά οι υπηρέτες του de Gozon ανέβηκαν στον λόφο, βρήκαν τον ιππότη τους ακριβώς κάτω από το σφάγιο του δράκου.
Αφού τον απεγκλώβισαν, έβγαλαν το κράνος του και όταν ανέκτησε τις αισθήσεις του, οδηγήθηκε στην πόλη, ανάμεσα στις εκστατικές κραυγές ολόκληρου του λαού, ο οποίος τον παρέπεμψε θριαμβευτικά στο παλάτι του Μεγάλου Μάγιστρου. Αρχικά, αυτός θέλησε να τον τιμωρήσει με φυλάκιση και θάνατο, επειδή παρενέβη την εντολή του, αλλά μετά τη διαμαρτυρία του πλήθους, αναίρεσε και τον έχρισε τιμητικά Μεγάλο Μάγιστρο.
Το κεφάλι του δράκου τοποθετήθηκε πάνω από τη Θαλασσινή πύλη της πόλης, όπου οι περιηγητές Thèvenot, Rottiers και Biliotti έγραψαν πως το είχαν δει τον 17ο αιώνα. Ειπώθηκε ότι ήταν μεγαλύτερο από αυτό ενός αλόγου, με ένα τεράστιο στόμα και δόντια αλλά και πολύ μεγάλα μάτια.
Η ιστορία για τον δράκο της Ρόδου αμφισβητείται από πολλούς, αλλά δεν πρέπει να είναι μία απλή επινόηση, αν και η περιγραφή του τέρατος μπορεί να είναι λίγο υπερβολική. Οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι πρέπει να ήταν ένας κροκόδειλος ή ένα μεγάλο ερπετό, που ίσως να είχαν φέρει στο νησί πειρατές ή να σώθηκε από ναυάγιο.
Πηγή: https://www.medievalfestival.gr/
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ