Στη σημερινή συνέντευξη στους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών φιλοξενούμενός μας είναι ο κ. Μιχάλης Φωτίου, συγγραφέας του βιβλίου «Όταν οι ορίζοντες στενεύουν» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ανώνυμο.
Συνέντευξη
Ρωτάει η Βίκυ Ζηλιασκοπούλου
Καλησπέρα, κύριε Φωτίου, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που μας διαθέτετε. Το «Όταν οι ορίζοντες στενεύουν» είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα. Πώς νιώσατε όταν το είδατε τυπωμένο; Πώς σας φάνηκε η εμπειρία της διαδικασίας έκδοσης ενός βιβλίου;
Μ.Φ.: Εγώ σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνέντευξη και τον χρόνο που διαθέσατε για να ασχοληθείτε με το βιβλίο μου.
Όταν ολοκλήρωσα τη συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος, δεν ήμουν καθόλου σίγουρος αν ήθελα να το εκδώσω. Πήρα την απόφαση να προχωρήσω μόνο μετά από πολλές συζητήσεις με την οικογένειά μου. Προσέγγισα έναν κυπριακό εκδοτικό οίκο ο οποίος και δέχτηκε αμέσως να το εκδώσει, δίχως καν να το διαβάσουν, και ζητώντας μου να καλύψω όλα τα κόστη της έκδοσης (στη συνέχεια ανακάλυψα πως είναι πολλοί οι Κύπριοι εκδότες που λειτουργούν με αυτό τον τρόπο). Εκείνο που με απογοήτευσε δεν ήταν τόσο το οικονομικό μέρος, όσο το ότι ο εκδότης δεν μπήκε καν στον κόπο να το διαβάσει και να κρίνει αν άξιζε τον κόπο να εκδοθεί. Αρνήθηκα και στη συνέχεια ήρθα σε επαφή με τις Εκδόσεις Ανώνυμο. Ευτυχώς, είδα μια πολύ πιο επαγγελματική προσέγγιση από μέρους της εκδότριας και συμφωνήσαμε στην έκδοση του βιβλίου. Η διαδικασία ήταν πολύ μεγάλη σε διάρκεια και η επιμέλεια ήταν λεπτομερής, σε βαθμό που γινόταν επίπονη. Ωστόσο, είμαι ικανοποιημένος με το τελικό αποτέλεσμα.
Διαβάστε την άποψή μας για το βιβλίο: Όταν οι ορίζοντες στενεύουν
Το βιβλίο σας στο εξώφυλλο χαρακτηρίζεται ως «Ιστορικό μυθιστόρημα», και πολύ σωστά, αφού στις σελίδες του συμπυκνώνει μεγάλο μέρος της ιστορίας της Κύπρου. Προσωπικά με άνεση θα το χαρακτήριζα και κοινωνικό, αφού στην ουσία μας περιγράφει τη ζωή του πρωταγωνιστή. Και μάλιστα είναι τόσο αληθοφανής η ζωή του και η ιστορία τόσο καλογραμμένη, που μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο Ευαγόρας είναι υπαρκτό πρόσωπο. Έτσι είναι;
Μ.Φ.: Όχι. Ο Ευαγόρας, όπως περιγράφεται στο βιβλίο, δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ο τρόπος που έζησε, που έκανε πρωταθλητισμό, που εργάστηκε, που πολέμησε, που έλαβε μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ, τα αγαπημένα του πρόσωπα, οι άνθρωποι που επηρέασαν τη ζωή του, όλα είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας. Ένα μικρό μόνο κομμάτι της προσωπικότητας και της ζωής του μοιάζει με την αντίστοιχη ζωή και προσωπικότητα ενός προσώπου από την ευρύτερή μου οικογένεια. Συγκεκριμένα, το ότι ήταν ισχυρής σωματικής διάπλασης, το ότι εργάστηκε στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, και το ότι κατατάγηκε στο Κυπριακό Σύνταγμα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό, όμως, που έχει σημασία, είναι πως η πορεία των δύο (του Ευαγόρα και του υπαρκτού προσώπου), η ελπιδοφόρα, πολλά υποσχόμενη αρχή, οι υψηλοί στόχοι, τα όνειρα, και μετά, τα χτυπήματα της μοίρας και η κατάληξη των κουτσουρεμένων φτερούγων, των οριζόντων που στένεψαν, είναι παρόμοια. Αυτή η πορεία είναι και η κεντρική ιδέα του βιβλίου, αν θέλετε, ο λόγος για τον οποίο γράφτηκε αυτό το μυθιστόρημα. Όπως ανέφερα παλιότερα, το μυθιστόρημα είναι μια μελέτη των περιστάσεων κάτω από τις οποίες μετατρέπεται ένας άνθρωπος από δυναμικός διεκδικητής της ζωής σε αδιάφορο πλάσμα, ψαλιδίζονται τα όνειρά του, στενεύουν οι ορίζοντές του, ορθώνονται τοίχοι ψηλοί και άρρηκτοι ολόγυρά του, κοντολογίς, των περιστάσεων εκείνων που του στερούν τη θέληση για ζωή όπως του στερούν και τη θέληση για έναν λυτρωτικό θάνατο.
Μέσα από τη «φθίνουσα» πορεία του Ευαγόρα, θα ήθελα οι αναγνώστες να διερωτηθούν: σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι η ζωή που δεν μας φέρεται καλά; Υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους «φέρεται καλά η ζωή»; Είναι η κακή τύχη, η μοίρα, που μας καταφέρνει αλλεπάλληλα χτυπήματα, τόσα που πια να μην μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας; Ή είναι απλά το ότι στεκόμαστε στα πόδια μας τόσο στέρεα, όσο δυνατά είναι αυτά; Τελικά, εμείς φτιάχνουμε τη μοίρα μας ή «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»;
Πώς αποφασίσατε το χρονικό πλαίσιο στο οποίο θα τοποθετήσετε την ιστορία σας και κυρίως, γιατί δεν επεκτείνατε την ιστορία και στην τουρκική εισβολή;

Μ.Φ.: Ξεκινώντας να γράφω αποφάσισα πως θα κρατούσα την ιστορία στα ίδια χρονικά πλαίσια που έζησε το υπαρκτό πρόσωπο που ανέφερα πιο πάνω. Δεν το κατάφερα, γιατί στην περίπτωσή μου, η συγγραφή ενός μυθιστορήματος δεν καλουπώνεται με βάση αρχικά πλάνα. Η πλοκή του έργου διαμορφωνόταν ταυτόχρονα με το γράψιμό του. Έτσι, η εξέλιξη της ιστορίας του Ευαγόρα καθόρισε και το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος. Δηλαδή, από τη στιγμή που οι εξελίξεις που καθόρισαν τη ζωή του ολοκληρώθηκαν στη δεκαετία του ’60, δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχιστεί η ιστορία, γιατί απλά δεν θα υπήρχε καμιά αλλαγή στη ζωή του.
Βάζετε τον Ευαγόρα να συμμετέχει σε μια μάχιμη μονάδα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και οι περιγραφές των μαχών στις οποίες συμμετέχει είναι πολύ έντονες, μου μεταφέρατε ένταση, φόβο, δέος, αλλά και αποφασιστικότητα. Πώς τα καταφέρατε να μεταφέρετε στο χαρτί όλα αυτά τα συναισθήματα, πώς γνωρίζατε πώς να περιγράψετε όλα αυτά;
Μ.Φ.: Δεν έχω πάρει μέρος σε κάποιο πόλεμο (ήμουν μικρός όταν έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο). Όντας έφεδρος αξιωματικός, έχω καταρτιστεί στις βασικές αρχές των πολεμικών επιχειρήσεων. Έχω επίσης ταξιδέψει αρκετά σε χώρες της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής και είμαι εξοικειωμένος με την έρημο. Τέλος, όπως και όλοι, σχεδόν, οι Κύπριοι, έχω ακούσει ιστορίες και περιγραφές από τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Αυτά είναι οι μόνες μου εμπειρίες σ’ αυτόν τον τομέα και έτσι, δεν έχω κάποια άλλη απάντηση στο ερώτημά σας. Όλες οι περιγραφές αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας και χαίρομαι πραγματικά αν κατάφερα να δημιουργήσω εικόνες και συναισθήματα στον αναγνώστη.
Θέλετε να μας πείτε λίγα περισσότερα πράγματα για την ιστορία που περιγράφετε στο βιβλίο;
Μ.Φ.: Το βιβλίο περιγράφει τη ζωή και τα έργα του Ευαγόρα, ενός Ελληνοκύπριου που έζησε στο νησί τις ταραγμένες δεκαετίες μεταξύ 1930 και 1960, όταν τοπικά και παγκόσμια γεγονότα επηρέαζαν (ακόμα και όριζαν) τις ζωές των ανθρώπων.
Με έναν χαρισματικό σωματότυπο, αλλά και με έναν χαρακτήρα που προοιωνιζόταν σημαντικά επιτεύγματα, ο Ευαγόρας σπάζει τους δεσμούς (τα δεσμά, καλύτερα) που τον κρατούν στο σπίτι και στην οικογενειακή δουλειά και δοκιμάζει την τύχη του στο Κυπριακό Σύνταγμα, πάντα με στόχο τη μετανάστευσή του στην Αγγλία.
Ταυτόχρονα, ανακαλύπτει τον αθλητισμό, εμπνέεται απ’ αυτόν κι ο αθλητισμός επηρεάζει την ψυχοσύνθεσή του. Γίνεται πρωταθλητής Κύπρου, μα δυστυχώς, ένας σοβαρός τραυματισμός στα πολεμικά πεδία της Αιγύπτου δεν του επιτρέπει να συνεχίσει, κι αυτό είναι το πρώτο χαστούκι της ζωής.
Οφείλει τη ζωή του στον παιδικό του φίλο και χαίρεται όταν αυτός ζητά το χέρι της πολυαγαπημένης του αδελφής, εκείνης που η μάνα του στο νεκροκρέβατό της του ζητά να προστατεύει.
Το όνειρό του για μετανάστευση στην Αγγλία εμποδίζεται και ματαιώνεται από τον αγγλικό στρατό εν μέρει λόγω της σχέσης του με τον κουμμουνιστή φίλο και γαμπρό του – ακόμα ένα χαστούκι της μοίρας.
Παρά τα φανερά και επανειλημμένα σημάδια του προβλήματος μεταξύ της αδελφής του και του φίλου του, επιλέγει να μην επέμβει, και αυτή η απόφασή του έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Αποτελέσματα που ο ίδιος δεν μπορεί πια να διαχειριστεί. Η αδιαφορία αντικαθιστά το πάθος για ζωή, τα αγαπημένα του πρόσωπα δεν μπορούν πια να διαπεράσουν τα τείχη που έχει χτίσει γύρω του, η ζωή τον προσπερνά και εκείνος έχει ως τελευταίο καταφύγιο την επιλογή να τερματίσει τη ζωή του…
Ας ξεφύγουμε λίγο από την ατμόσφαιρα του εξαιρετικού βιβλίου σας και ας σας γνωρίσουμε λίγο. Πείτε μας λίγα πράγματα για την καθημερινότητά σας… Πώς βρίσκετε χρόνο για συγγραφή; Διαβάζετε μυθιστορήματα; Υπάρχει κάποιο είδος που προτιμάτε; Μπορείτε να μας προτείνετε ένα βιβλίο ή έναν συγγραφέα που αγαπήσατε στα παιδικά ή εφηβικά σας χρόνια, καθώς και στην ενήλικη ζωή σας;
Μ.Φ.: Εργάστηκα για χρόνια σε ντόπιες και πολυεθνικές εταιρείες. Έφυγα από την τελευταία μου θέση ως υπάλληλος το 2017. Από τότε, εργάζομαι λίγες ώρες τη μέρα ως ελεύθερος επαγγελματίας -σύμβουλος επιχειρήσεων- και έτσι έχω χρόνο να κάνω ό,τι ήθελα αλλά δεν μπορούσα στο παρελθόν. Από τις αρχές του 2017 έχω γράψει τρία μυθιστορήματα (το «Όταν οι ορίζοντες στενεύουν» είναι το δεύτερο). Λατρεύω τη θάλασσα και είμαι χειμερινός κολυμβητής. Είμαι τυχερός που κατοικώ στη Λάρνακα, λίγα μόλις λεπτά από την παραλία, όπου περνώ δυο ώρες κάθε πρωί. Τελευταία, αποφάσισα να μάθω ακουστική κιθάρα -επίσης ένα παιδικό όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε- και ελπίζω σύντομα να μπορέσω να κουτσοπαίζω τις μπαλάντες των εφηβικών μου χρόνων. Γενικά, η καθημερινή μου ζωή δεν έχει κάτι το συναρπαστικό, αλλά μου αρέσει διότι μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, όταν το θέλω.
Ναι, διαβάζω, αν και τελευταία δυσκολεύομαι να βρω κάποιο σύγχρονο έργο που να με συναρπάσει. Μου αρέσει πολύ η κλασική και σύγχρονη αμερικάνικη λογοτεχνία, από τον Στάινμπεκ, τον Χέμινγουεϊ και τον Χένρι Μίλλερ μέχρι τους πιο σύγχρονους Ουίλλιαμ Φώκνερ, Νόρμαν Μέιλερ, Κόρμακ Μακκάρθυ και Άννι Πρου. Εκτιμώ πολύ στοιχεία όπως ο μινιμαλισμός του Χέμινγουεϊ, ο λυρισμός του Στάινμπεκ, οι ρεαλιστικές περιγραφές, οι αντι-ήρωες, ακόμα και η «σκοτεινιά» του Μέιλερ. Δυστυχώς, οι πλείστες ελληνικές μεταφράσεις είναι από μέτριες μέχρι απαράδεχτες. Μπόρεσα να διαβάσω αρκετά απ’ αυτά τα έργα στην αγγλική, αλλά είναι πραγματικά κρίμα για όσους δεν μπορούν, να περιορίζονται σε μεταφράσεις που αφαιρούν πολύ από την ποιότητα των έργων αυτών.
Από κει και πέρα, έχω ανακαλύψει στο παρελθόν πραγματικά διαμάντια, συγγραφείς η δουλειά των οποίων μου προσέφερε πολλά. Μπορώ να αναφέρω τον Γερμανό Έσσε, τον Αυστραλό Γουέστ, τον Νορβηγό Γιοστέιν Γκάρτερ, τον πολυγραφότατο Χαρούκι Μουρακάμι κλπ.
Μεγάλωσα με τον Μενέλαο Λουντέμη και φαντάζομαι μπορείτε να καταλάβετε γιατί, καθώς η εφηβεία μου συνέπεσε με την τουρκική εισβολή και τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν. Στη συνέχεια βυθίστηκα στον Καζαντζάκη, στον γίγαντα εκείνο της ανθρώπινης πνευματικότητας, και κατέβαλα πολύχρονες προσπάθειες για να καταλάβω τι ήθελε να μας πει. Συγκεκριμένα βιβλία που αγάπησα και αγαπώ μέχρι σήμερα: «Ο λύκος της στέπας» (Χέρμαν Έσσε), «Το νορβηγικό δάσος» (Μουρακάμι), «Ο τροπικός του Αιγόκερω» (Μίλλερ), και άλλα.
Δεν θα μπορούσα να μη ρωτήσω αν γράφετε κάτι άλλο αυτή την περίοδο…
Μ.Φ.: Γράφω κάτι που με δυσκολεύει πολύ! Είναι η ιστορία ενός πενηνταπεντάρη ανθρώπου, χωρισμένου, πρώην επαγγελματία και νυν άνεργου. Συγκεκριμένα, περιγράφω τη ζωή του, τις σκέψεις, τις ανησυχίες, τις προσδοκίες, τις φοβίες του στη διάρκεια μιας μέρας. Όπως και τα προηγούμενα μυθιστορήματα που έγραψα, ειλικρινά δεν ξέρω αν και πότε θα το ολοκληρώσω.
Κλείνοντας, και αφού σας ευχαριστήσω για την ειλικρίνειά σας, θα θέλατε να πείτε κάτι στους αναγνώστες μας;
Μ.Φ.: Όσο φανταχτερά κι αν είναι τα χρώματα, οι εικόνες, τα συναισθήματα που μας προσφέρει μια ταινία ή μια τηλεοπτική σειρά, το βιβλίο πάντα θα είναι ένα βήμα μπροστά. Γιατί; Διότι το βιβλίο κατά κανόνα ζητά από τον αναγνώστη να χρησιμοποιήσει τη φαντασία και την κρίση του, κεντρίζει τη δημιουργικότητά του, κάτι που σπάνια (όλο και σπανιότερα όσο περνά ο καιρός) γίνεται με τις κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Και δεν λέω, όλα έχουν τον τόπο και τον χρόνο τους (περιλαμβανομένων των ταινιών και των σειρών), αλλά η υποτίμηση της ανάγνωσης ενός καλού βιβλίου μας κάνει φτωχότερους.
Επιμέλεια: Ζωή Τσούρα
Επιμέλεια κεντρικής εικόνας: Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ