Συναπάντημα… από πορφύρα. Οι Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών συζητούν με τη Σοφία Βόικου για το μυθιστόρημά της “Νυφικό από πορφύρα”. Λογοτεχνικό και ιστορικό οδοιπορικό στο δύσβατο Μελένικο με την πολυγραφότατη συγγραφέα Σοφία Βόικου και τους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών, μια πόλη μικρή σε μέγεθος με ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα βυζαντινή και σύγχρονη ιστορία. Μήπως άραγε ο καθορισμός των συνόρων μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο άφησε κάποιους ανθρώπους εκτεθειμένους στην μοίρα τους;
Συνέντευξη
Ρωτάει η Μαρία Στρατή
Χαίρετε κυρία Βόικου. Εκ προοιμίου, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη συνέντευξη που μας παραχωρείτε. Είχαμε την τιμή να συνομιλήσουμε μαζί σας στο παρελθόν, επομένως, δράττομαι της ευκαιρίας να σας ζητήσω να μοιραστείτε κάποια καινούρια μονοπάτια από τον μοναχικό δρόμο της συγγραφής. Τα πλείστα βιβλία σας θα έλεγα ότι ανήκουν στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος κάτι το οποίο προϋποθέτει ενδελεχή έρευνα. Θα θέλαμε να μας περιγράψετε περιληπτικά τη διαδικασία που ακολουθείτε όταν ερευνάτε κάποια ιστορικά γεγονότα και ιδίως κάποιες αμφιλεγόμενες προσωπικότητες;
Σ.Β.: Χαίρετε κι από μένα. Σας ευχαριστώ πολύ για μια ακόμη φορά που θέλετε να τα πούμε παρέα. Ήταν λιγάκι περίεργο το ταξίδι της συγγραφής όλο το προηγούμενο διάστημα. Ενώ θεωρητικά τα lockdown και η απομόνωση λόγω κορωνοϊού βοήθησαν πολλούς να ασχοληθούν με τη συγγραφή, σ’ εμένα όλη αυτή η κατάσταση λειτούργησε αντίθετα. Δεν ήταν εύκολο διάστημα, η ψυχολογία ήταν στα τάρταρα και η διάθεση για δημιουργία δυστυχώς πεσμένη. Αλλά ακόμα κι έτσι, η έρευνα στην αρχή και η συγγραφή στη συνέχεια υπήρξαν μοχλοί αποσυμπίεσης.
Το στάδιο της έρευνας, το έχω πει και σε άλλες συνεντεύξεις μου, για μένα είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της διαδρομής. Ξεκινάς να ψάχνεις για ένα πρόσωπο ή για ένα ιστορικό γεγονός και ανακαλύπτει χιλιάδες άλλα πράγματα που είτε δεν τα γνώριζες είτε είχες άλλη άποψη γι’ αυτά. Την λατρεύω αυτή τη διαδικασία: την έρευνα όχι μόνο στο διαδίκτυο αλλά και στις βιβλιοθήκες, τα πιθανά ταξίδια και τη γνωριμία με ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα ή τους απογόνους τους. Η όλη διαδικασία μοιάζει με ένα σεντούκι θησαυρού: το ανοίγεις και ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει μέσα. Όσον αφορά στις αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, νομίζω πως είναι και οι πιο ενδιαφέρουσες. Πάντα προσπαθώ να μπω στο πετσί τους, να καταλάβω τον χαρακτήρα και τις σκέψεις τους… γεγονός που δεν είναι πάντα εύκολο, ιδίως για την περίοδο και τα πρόσωπα που διαπραγματεύεται το «Νυφικό από πορφύρα». Το «μακεδονικό» παραμένει μια ανοιχτή πληγή για πολλούς από εμάς.
Προσωπικά ένιωσα τη δύναμη της πένας σας από το μυθιστόρημα “Νυφικό από πορφύρα”, τι σας ώθησε να γράψετε για το Μελένικο, ένα τόπο δύσβατο με σκληροτράχηλη ιστορία;
Σ.Β.: Δεν την γνώριζα προσωπικά την ιστορία του Μελένικου. Είναι από αυτά τα «μεταφυσικά» που συμβαίνουν όταν γεννιέται ένα βιβλίο. Ένα πρωί ξύπνησα με τη λέξη ‘Μελένικο’ στο στόμα μου. Μου φάνηκε περισσότερο σαν αρχαιοελληνικό όνομα και την έψαξα αργότερα στο google για να δω ποιος ήταν αυτός ο αρχαίος ‘Μελένικος’. Έτσι βρέθηκα να ανακαλύπτω την ιστορία αυτού του άγριου αλλά μαγευτικού τόπου, που σήμερα βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το Σιδηρόκαστρο Σερρών. Το ποτάμι από κρασί στοίχειωσε τη σκέψη μου και από εκείνη τη στιγμή ήμουν σίγουρη πως θα έγραφα ένα μυθιστόρημα με την ιστορία του τόπου. Τελικά αποδείχθηκε πιο δύσκολο εγχείρημα από όσο φανταζόμουν. Στη μέση του βιβλίου τα παράτησα, ήταν αδύνατον να ανταπεξέρθω. Στην πορεία, έγραψα άλλα δυο βιβλία την «Πόλη που δακρύζει» και «Το κορίτσι της ντροπής» κι ύστερα ‘εμφανίστηκε’ και πάλι η Θεοφανώ, η κεντρική ηρωίδα, κι απαίτησε να συνεχίσω την ιστορία της. Το ξαναέγραψα τελικά το βιβλίο από την αρχή…
Διαβάστε την άποψή μας για το βιβλίο: Νυφικό από πορφύρα
Η ερώτησή μου είναι κυρίως πώς καταφέρετε να δείτε κάποια ιστορικά γεγονότα με μια σχετικά πιο αντικειμενική ματιά δεδομένου ότι η νίκη του ενός αποτελεί τον όλεθρο του άλλου όπως πολύ καλά επεσήμανε η όμορφη τσιγγάνα Λιάγα;

Σ.Β.: Ήταν ίσως ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια της συγγραφής και παραμένει μέχρι τώρα η αγωνία μου εάν έχω καταφέρει να αποδώσω το «δίκιο» της κάθε πλευράς. Προσπάθησα να μπω στη θέση του καθενός και να είμαι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική. Η εποχή που διαδραματίζεται το βιβλίο (Μακεδονικός Αγώνας και Βαλκανικοί πόλεμοι) είναι ιδιαίτερη κι ο κόσμος αυτοπροσδιορίζεται με τελείως διαφορετικούς τρόπους απ’ ό, τι σήμερα: Εξαρχικοί, Πατριαρχικοί, Έλληνες, Βούλγαροι, σλαβόφωνοι και άλλοι… για όλους αυτούς τους ανθρώπους η Ανατολική Μακεδονία και ιδιαίτερα ο καζάς Μελενίκου είναι ο τόπος τους. Εκεί έχουν γεννηθεί οι πρόγονοι τους, εκεί έχουν γεννηθεί κι έχουν μεγαλώσει οι ίδιοι, επομένως για όλους είναι η πατρίδα τους, με όποια προέκταση δίνει ο καθένας σ’ αυτή την έννοια. Προσπάθησα να είμαι αντικειμενική, αν και εκ των πραγμάτων στο τέλος μάλλον σαφέστατα παίρνω μέρος υπέρ της ελληνικής πλευράς.
Μιλήσατε με απογόνους των Μελενίκιων; Ποια τα συναισθήματά τους; Αισθάνονται ακόμη πικραμένοι και προδομένοι;
Σ.Β.: Μίλησα με παιδιά και κυρίως εγγόνια των Μελενικίων που εγκατέλειψαν τον τόπο τους… Είναι πολλά τα χρόνια που έχουν περάσει και φυσικά αυτή η γενιά δεν αισθάνεται πίκρα ή προδοσία. Αισθάνεται όμως μία υπερηφάνεια για την καταγωγή της… και αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν πως πολλοί μου είπαν πως είχαν ακούσει αποσπασματικά την ιστορία από το στόμα των παππούδων τους αλλά τότε ήταν μικροί και δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Διάβασαν το βιβλίο κι αντιλήφθηκαν τι ξεχωριστός τόπος ήταν το Μελένικο.
Ο καλοκάγαθος καλόγερος Λάζαρος, ο σκληροτράχηλος Βούλγαρος κομιτατζής Πέτκο και ο μειλίχιος έμπορος Νεόφυτος Βούδημος διεκδικούν μια θέση στην καρδιά της όμορφης Θεοφανώς. Μήπως οι τρεις αυτοί χαρακτήρες προβάλλουν διάφορες μορφές της συνύπαρξης του καλού με το κακό;
Σ.Β.: Σε συμβολικό επίπεδο, η Θεοφανώ θα μπορούσε να είναι η Μακεδονία και οι τρεις άντρες που ερίζουν για την καρδιά της να είναι οι τρεις λαοί που θέλουν να την κατακτήσουν. Και στους τρεις συνυπάρχει το καλό με το κακό, όπως σε κάθε άνθρωπο εξάλλου. Αυτή είναι και η μαγεία του ανθρώπινου χαρακτήρα… Φανταστείτε να ήμασταν όλοι μόνο καλοί ή μόνο κακοί… Θα ήταν απίστευτα βαρετή η ζωή μας!
Ως αναγνώστρια, οφείλω να ομολογήσω ότι συμπόνεσα ιδιαίτερα τον Πέτκο, που ως παιδί βίωσε έντονα την ενδοοικογενειακή βία και τη φτώχεια με αποτέλεσμα ως ενήλικας να αποκτήσει νόημα η ζωή του αφότου εντάχθηκε στην τσέτα του Σαντάνσκι. Μήπως ο Πέτκο είναι ένας διαχρονικός χαρακτήρας διότι σε όλες τις χρονικές περιόδους υπάρχουν άνθρωποι με αρκετά καλά στοιχεία που χαραμίζονται για λάθος λόγους και σκοπούς, χωρίς βέβαια να δικαιολογούνται οποιεσδήποτε βίαιες πράξεις.
Σ.Β.: Πιστεύω ακράδαντα πως η ιστορική περίοδος και ο τόπος στον οποίο γεννιόμαστε διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα μας. Σίγουρα ο Πέτκο θα ήταν κάποιος άλλος εάν είχε γεννηθεί σε κάποιο άλλο σημείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή εάν η οικογένεια του ήταν μία πλούσια οικογένεια κάποιου βοεβόδα (άρχοντα) της περιοχής. Ωστόσο, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, δεν θεωρώ πως ο Πέτκο χαραμίζεται παρά τη βίαιη πλευρά των πράξεων του. Είναι μια άγρια εποχή, όλοι πολεμούν με όλους, οι σκοτωμοί είναι καθημερινό φαινόμενο. Ο Πέτκο ακολουθεί την ιδεολογία του, είναι λογικό να την υπερασπίζεται. Όμως ακόμα και πάνω από την ιδεολογία ή την εθνική και κοινωνική του θέση, αυτό που τον χαρακτηρίζει και κινεί τις πράξεις του, είναι ο έρωτας: ο απελπισμένος και ανεκπλήρωτος έρωτας του για τη Θεοφανώ.
Ένας χαρακτήρας που κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου είναι η τσιγγάνα Λιάγα, ένας δευτερεύων και κάπως περιθωριακός χαρακτήρας. Μήπως οι περιθωριακοί χαρακτήρες έχουν τη γοητεία τους;
Σ.Β.: Ω! Λατρεύω τους περιθωριακούς χαρακτήρες και στη ζωή και στα μυθιστορήματα! Είναι οι πιο αληθινοί. Είναι εκείνοι που ξεστομίζουν όσα δεν τολμούν οι άλλοι. Ζουν μακριά από τη συμβατική ζωή των υπολοίπων ακολουθώντας τα πραγματικά τους ‘θέλω’. Δεν έχουν απλώς γοητεία, είναι μοναδικά ερωτεύσιμοι!
Σκέφτεστε στο μέλλον να ασχοληθείτε αποκλειστικά με τη συγγραφή ή τη λογοτεχνική μετάφραση δεδομένου ότι έχετε σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία; Έχετε κάτι καινούριο στα σκαριά; Σας ευχόμαστε κάθε επιτυχία στις μελλοντικές σας συγγραφικές αναζητήσεις.
Σ.Β.: Επιλέγω συνειδητά να μην ασχολούμαι αποκλειστικά με τη συγγραφή. Είναι ένας μηχανισμός άμυνας να παραμένω «εραστής της γραφής» χωρίς το άγχος του βιοπορισμού και την υποσυνείδητη ανάγκη να γράψω κάτι που πιστεύω πως θα αρέσει στο κοινό για να πουλήσω και να ζήσω. Γράφω γιατί λατρεύω τις ιστορίες και είμαι τυχερή που υπάρχει ο εκδότης μου που τα εκδίδει και οι αναγνώστες που με διαβάζουν και με ακολουθούν. Επαγγελματικά ασχολούμαι εδώ και εικοσιπέντε χρόνια με τον χώρο της διαφήμισης και δεν νομίζω πως θα αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό αυτή τη στιγμή. Συνηθίζω να λέω πως η διαφήμιση είναι ο σύζυγος και η συγγραφή ο εραστής.
Η αλήθεια είναι πως γράφω κάτι αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα τελειώσει κιόλας… Θα δείξει…
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ κι εγώ για τις απολαυστικές ερωτήσεις…
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ