Τα διαμάντια της Δόμνας
Προσωπική άποψη: Αντωνία Καππέ
Το μυθιστόρημα της Ευδοκίας Ποιμενίδου ”Τα διαμάντια της Δόμνας” βρίθει από ιστορικά γεγονότα και αναφορές, καθώς εκτυλίσσεται στις αρχές του 20ου αιώνα στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης. Ένα χωροχρονικό πλαίσιο –απ’ το 1914 μέχρι τον οριστικό ξεριζωμό- που χρωματίζεται με έντονες μνήμες διωγμού και αγριότητας από τους Οθωμανούς κατά των Ελλήνων Χριστιανών.
Εγκύπτοντας στις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης ανακαλύπτει σταδιακά την αλληγορική διάσταση του τίτλου, καθώς τα «διαμάντια» δεν αντιπροσωπεύουν κάποιο υλικό «θησαυρό», όπως θα περίμενε κανείς, αλλά τουναντίον υπονοούν ένα παλιό βιβλίο-κειμήλιο με την ιστορία της Αργοναυτικής Εκστρατείας, την οποία χρησιμοποιεί η συγγραφέας, με συμβολική διάσταση, προσομοιάζοντας, ανάλογα, τα ελληνικά εδάφη της Ανατολικής Θράκης και αργότερα της Κύπρου -που τελούν υπό τουρκική διεκδίκηση- με το «χρυσόμαλλο δέρας». Το βιβλίο αυτό γίνεται η αιτία για την συνάντηση της Τουρκάλας Χιλμιγιέ με την εγγονή της Ελληνίδας, παιδικής φίλης της Δόμνας.
Το όνειρο ήρθε πάλι ζωντανό στη θύμησή της. Τι παράξενο όνειρο. Γιατί επιμένει να την επισκέπτεται ξανά και ξανά; Τι να σημαίνει; Κοίταξε προς το παράθυρο. Νύχτα ακόμα. Τα φώτα του δρόμου ήταν αναμμένα. Έκανε πέρα τα σκεπάσματα και σηκώθηκε. Τράβηξε στην άκρη τη χοντρή κουρτίνα και κοίταξε τον ουρανό. Το αστέρι της αυγής δεν είχε φανεί ακόμα, αργούσε να ξημερώσει. Γύρισε στο λιγοστό φως, που έμπαινε από το παράθυρο αγνοώντας τη χοντρή κουρτίνα και αναζήτησε το βιβλίο. Το βρήκε στο κομοδίνο της, στο συρτάρι, εκεί που το είχε φυλαγμένο όλα αυτά τα χρόνια.
Το μυθιστόρημα ξεκινά σε παροντικό χρόνο –το έτος 2013 στις Σαράντα Εκκλησιές- με ένα σημαδιακό όνειρο που βλέπει κατ’ επανάληψη η υπεραιωνόβια, πλέον, Χιλμιγιέ. Με τον τρόπο αυτό, η συγγραφέας προοικονομεί εύστοχα την προαναφερθείσα συνάντηση. Από εκεί και πέρα ανασύρονται στην επιφάνεια πολύτιμες μνήμες με έντονα συναισθήματα, καθώς οι παλιές διηγήσεις της γιαγιάς Δόμνας, προς την εγγονή αποθησαυρίζονται, καθορίζοντας την εξελικτική πορεία της πλοκής.

Συγκεκριμένα, η Ευδοκία Ποιμενίδου με παρατεταμένο flashback και επιλεκτικές εγκιβωτισμένες ιστορίες ανατρέχει αναδρομικά στο παρελθόν, αναβιώνοντας την περιρρέουσα ιστορικό-κοινωνική πραγματικότητα, της εποχής, στον απόηχο της δυνατής φιλίας δύο κοριτσιών, από διαφορετικούς κόσμους, που παρά τις αντίξοες συνθήκες παραμένει άσβεστη ακόμα κι όταν οι δρόμοι τους χωρίζουν ανεπιστρεπτί. Η συγγραφέας με άμεσο και παραστατικό λόγο συμπλέκει περίτεχνα ιστορικά και μυθοπλαστικά γεγονότα και αναπαριστά την ομαλή συμβίωση δύο λαών -με διαφορετικό θρήσκευμα, κουλτούρα, ήθη και έθιμα- στην κοινή πατρίδα της Ανατολικής Θράκης ως τη στιγμή που οδηγούνται, εν αγνοία τους, από απρόσμενες σκοπιμότητες -κυρίως κοινωνικοπολιτικές- στην οριστική ρήξη.
[…] Έτρεξα και ρώτησα τη μητέρα για ποιον λόγο ήταν όλοι τόσο σκυθρωποί. […] «Θα φύγουμε απ’ το σπίτι μας, θα πάμε σε ένα άλλο, στο ρωμαίικο μαχαλά. Εδώ δεν είμαστε πια ασφαλείς. Έτσι που είμαστε ανακατεμένοι με τους Τούρκους κι Οβριούς, ποιος θα μας συντρέξει άμα χρειαστεί;» μου απάντησε και σκούπισε ένα δάκρυ. […]
Καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, το ενδιαφέρον του αναγνώστη βρίσκεται σε εγρήγορση, καθώς η συγγραφέας, η οποία έλκει την καταγωγή της απ’ την Ξυλαγανή του νομού Ροδόπης, εμπνέεται από μνήμες και βιωματικές μαρτυρίες παλαιότερων και αναπλάθει με ρεαλισμό την εικόνα της αλησμόνητης πατρίδας. Η μυθοπλασία εκτυλίσσεται με οξυμένη αληθοφάνεια, μεταφέροντας μοναδικές αισθήσεις –όρασης, όσφρησης και ακοής- στον λογοτεχνικό τόπο, κεντρίζοντας τα συναισθήματα του αναγνώστη, ο οποίος παραμένει δέσμιος, μέχρι το τέλος, παρακολουθώντας τα γεγονότα που ξεδιπλώνονται αβίαστα και φυσικά μπροστά του.
«Τι σηκώθηκες, μάνα, απ’ τα άγρια χαράματα;» ρώτησε δίχως να γυρίσει. Η Χιλμιγιέ καταλάβαινε πως η γυναίκα του γιου της δεν την ήθελε στα πόδια της και προτιμούσε να τη βλέπει μόνο τις ώρες του φαγητού. «Θα σου πω τι ονειρεύτηκα και να το εξηγήσεις. Εσύ τα καταλαβαίνεις αυτά τα θεόσταλτα. Όταν μπορέσεις, φτιάξε κι έναν καφέ, να δούμε και το φλιτζάνι». Η Αϊσέ χαμογέλασε, μαλάκωσε τη στάση της και γύρισε στην πεθερά της. Έσβησε το μάτι και έβαλε το μπρίκι για καφέ. Μπορεί να την ενοχλούσε ώρες ώρες η παρουσία της πεθεράς της, όμως της έδειχνε τον απαιτούμενο σεβασμό και μερικές φορές την διασκέδαζε η αφέλεια της αιωνόβιας γριάς. «Τι σου μήνυσε πάλι στον ύπνο ο προφήτης;» ρώτησε.
Περίληψη: Σαράντα Εκκλησιές, αρχές του 20ου αιώνα. Δυο φίλες, μια Ελληνίδα και μια Τουρκάλα, μεγαλώνουν στην ίδια γειτονιά. Αχώριστες, μοιράζονται τα πάντα. Η μοίρα, ή μάλλον η θέληση των ισχυρών της γης θέλησαν να χωρίσουν. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά, η Χιλμιγιέ, που παραδόξως ζει ακόμα, βλέπει κατ’ επανάληψη το ίδιο όνειρο. Τι να σημαίνει; Ποιο χρέος έχει να ξεπληρώσει;
Από μια παραξενιά της μοίρας, η εγγονή της παιδικής της φίλης, της Ελληνίδας Δόμνας, θα συναντηθεί μαζί της και η Χιλμιγιέ θα μπορέσει να εκπληρώσει αυτό που για εκατό χρόνια σχεδόν επιθυμούσε.
“Πρόκειται για ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που συγκινεί και συναρπάζει. Μέσα από τις αναμνήσεις της γιαγιάς Δόμνας, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης, η συγγραφέας αναπλάθει με τέχνη την ατμόσφαιρα της ζωής στην αλησμόνητη πατρίδα και με παραστατικό τρόπο μας παρουσιάζει τις δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν οι Έλληνες Χριστιανοί από το 1914 και μέχρι τον ξεριζωμό και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.”
Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά
Στοιχεία Βιβλίου
Τίτλος: Τα διαμάντια της Δόμνας
Συγγραφέας: Ποιμενίδου-Χατζηδημητρίου Ευδοκία
Εκδόσεις: Γράφημα
Έτος έκδοσης: 2019
ISBN: 618-5271-76-1
Σελίδες: 240
Πηγή φωτογραφίας: nikosxeiladakis.gr
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ