Μίλτος Σαχτούρης
Η υπαρξιακή αγωνία στην ποίησή του
Γράφει η Αντωνία Καππέ
Ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, έχοντας βιώσει τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου, με τις δραματικές επιπτώσεις τους, συνθέτει τα ποιήματά του με οδυνηρή αληθοφάνεια.
Στη συλλογή Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο, ο ποιητής, επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό, αξιοποιεί τη φαντασία του και πλάθει εφιαλτικές εικόνες «πάνω σε ανεμώνες κόκκινες/γλίστρησε/μες στου θηρίου τ’ άγριου το ματωμένο στόμα» με συμβολικό τρόπο, για να αποδώσει το δραματικό και το παράλογο που επικρατεί στον κόσμο.
Η βιωματική του εμπειρία διοχετεύεται στην ποίηση, η οποία απηχεί την τραγικότητα της ανθρώπινης υπόστασης. Στο έργο του φαίνεται ότι προβάλλει τα προσωπικά του βιώματα «δεν έχω γράψει ποιήματα μέσα/σε κρότους/μέσα σε κρότους/κύλισε η ζωή μου», αλλά στην ουσία αποτυπώνει την υπαρξιακή αγωνία του μεταπολεμικού ανθρώπου, αντιπροσωπεύοντας το σπαραγμό μιας ολόκληρης εποχής. Κύριο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής εποχής είναι η πτώση και ο εκφυλισμός των αξιών της ζωής, καθώς οι πολιτισμικές ανακατατάξεις οδηγούν στην ψυχική αλλοτρίωση και την απομόνωση του ανθρώπου.

Ο Σαχτούρης δημιουργεί αυτοτελείς ιστορίες (η Μαρία, ο κήπος, η ζωή, ο ελεγκτής) και συνθέτει τα ποιήματά του με αφηγηματική μορφή, παραθέτοντας οδυνηρούς συνειρμούς δεμένους με αρχέτυπα σύμβολα (φεγγάρι, ήλιος, ουρανός), τα οποία, ενώ συνδέονται με την όμορφη πλευρά της ζωής, τα χρησιμοποιεί αντιφατικά. Έτσι, το φεγγάρι κλαίει, ο κήπος μυρίζει πυρετό, τα λουλούδια ματώνουν και ο ουρανός είναι γεμάτος σάπιο αίμα.
Η δραματικότητα των συναισθημάτων του μεταπολεμικού ανθρώπου εξωτερικεύεται εξπρεσιονιστικά, για να καταδείξει την κατακερματισμένη ανθρώπινη ύπαρξη. Η εσωτερικότητα του ποιητή αντανακλά τον πνευματικό ονειρικό κόσμο, αυτόν που αντιπροσωπεύει το «δρόμο της χαράς», ο οποίος συνυπάρχει παράλληλα με την σκληρή πραγματικότητα, η οποία αποτυπώνεται στον κόσμο των «φασμάτων και των σκιών». Ο ποιητής, με αιφνιδιαστικούς συνδυασμούς λέξεων και εικόνων «κληρονόμος πουλιών/ πρησμένα όνειρα βογκούσαν όλη νύχτα/ αερόστατο που γελά στο κενό» και ελλειπτικό, λιτό λόγο, τονίζει την αντίφαση και το παράλογο που επικρατεί στην επίγεια καθημερινότητα. Επιπλέον, με τον ανατρεπτικό συνδυασμό των χρωμάτων «μαύρο κουστούμι, άσπρα πιάτα, κόκκινο άστρο» δίνει έμφαση στην αντίθεση και οξύνει την αίσθηση της τραγικότητας.

Εν τέλει, θα λέγαμε ότι ο Σαχτούρης εκτός από την υπαρξιακή αγωνία, το φόβο του θανάτου και το αδιέξοδο που αποτυπώνει στα ποιήματά του, αφήνει και μια μικρή ελπίδα αισιοδοξίας, γιατί πιστεύει ότι ο άνθρωπος «πάντα θα έχει ανάγκη τον ουρανό» και η αναζήτηση της πνευματικότητας είναι ο μόνος δρόμος που θα τον οδηγήσει στην αληθινή ζωή.