Rosalia de Castro. Στις 23 Φεβρουαρίου του 1837, στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα της Γαλικίας, γεννήθηκε ένα κορίτσι. Βαπτίστηκε στην εκκλησία του βασιλικού νοσοκομείου. Το πιστοποιητικό βάπτισης έγραφε: Στις 24 Φεβρουαρίου του 1836 (γράφτηκε λάθος έτος), η Μαρία Φρανθίσκα Μαρτίνεθ, κάτοικος του Σαν Χουάν ντε Κάμπο, έγινε πνευματική μητέρα ενός κοριτσιού που το βάπτισε πανηγυρικά και το μύρανε με τα άγια έλαια, ονομάζοντάς το Μαρία Ροσαλία Ρίτα, κόρη αγνώστων γονέων, το οποίο έφερε εδώ η νονά του και δεν αριθμήθηκε, διότι δεν εισήχθη σε ορφανοτροφείο. Για όλα αυτά υπογράφω εγώ: Χοσέ Βιθέντε Βαρέλα και Μοντέρο.
Γράφει η Ευτυχία Μισύρη
Το μωρό ήταν καρπός της σχέσης μιας γυναίκας με ευγενή καταγωγή (Δόνια Μαρία Τερέσα ντε λα Κρουθ ντε Κάστρο και Αμπαντία) κι ενός Επισκόπου (Χοσέ Μαρτίνεθ Βιόχο). Η νονά της ήταν πιστή υπηρέτρια της μητέρας της. Ο νόμος όριζε ότι το παιδί ενός Επισκόπου απαγορευόταν να αναγνωριστεί παίρνοντας το όνομά του, όπως επίσης και να ζήσει με τους γονείς του. Μετά τη βάπτιση τη μετέφεραν στο Ορντόνιο, όπου τη θήλασε η γυναίκα ενός ράφτη, του Λεστέιρο. Οι αδερφές του πατέρα της στο Ορντόνιο πήραν την κηδεμονία της και σε μικρή ηλικία την ανέλαβε η μητέρα της, φέρνοντάς την πίσω στο Σαντιάγο.
Έτσι, μ’ αυτόν τον μυθιστορηματικό τρόπο έκανε τα πρώτα βήματα στη ζωή, όχι μόνο μια ακόμα σπουδαία μορφή της ισπανικής λογοτεχνίας, αλλά και η σημαντικότερη ίσως σύγχρονη μορφή των γραμμάτων της Γαλικίας. Κι αυτό γιατί σε μια εποχή απαξίωσης και εγκατάλειψης της γαλικιανής γλώσσας, εκείνη δημοσίευσε την πρώτη ποιητική συλλογή σε αυτήν και έγινε έτσι επίσημη εκπρόσωπος της «Γαλικιανής Αναγέννησης» στον γραπτό λόγο. Την ημέρα που εκδόθηκε το βιβλίο της αυτό (Cantares Gallegos), σήμερα γιορτάζεται επισήμως η Ημέρα των Γαλικιανών Γραμμάτων. Ακολούθησαν άλλες ποιητικές συλλογές της και πεζά, στην ίδια γλώσσα αλλά και στα καστεγιάνικα (επίσημη ισπανική). Η ποίησή της ξεχειλίζει από την αγάπη της για τον τόπο της, με αναφορές στις ομορφιές της υπαίθρου, στον μόχθο των φτωχών ανθρώπων, στην ξενιτιά, αλλά και στον αγνό έρωτα που αποζητά μόνο απλές χαρές. Μιλά ακόμα για εσωτερικές διαμάχες, για τη μοναξιά, τον πόνο, τον θάνατο, τη νοσταλγία του χρόνου που φεύγει, ενώ καυτηριάζει τη θέση της γυναίκας στην πατριαρχική κοινωνία.
Παντρεύτηκε τον Μανουέλ Μουργία και απέκτησαν 7 παιδιά. Για το αν ήταν αρμονική η συζυγική της ζωή, έχουν καταγραφεί αντικρουόμενες απόψεις. Το σίγουρο είναι πως ο Μουργία τη θαύμαζε και στήριζε το έργο της.
Πέθανε στις 15 Ιουλίου 1885 από καρκίνο. Λίγο πριν ξεψυχήσει, εν απουσία του συζύγου της, ζήτησε από τις κόρες της να κάψουν τα χειρόγραφά της. Και το έκαναν. Όταν ο πατέρας τους το πληροφορήθηκε, τους είπε: Κάψατε τη δόξα της και την περιουσία σας.
Στη Γαλικία σήμερα, το όνομά της έχει γίνει λογοτεχνικό και θεατρικό βραβείο, ποταμίσια διαδρομή πλεούμενων, σχολείο, ινστιτούτο, μουσείο, μέχρι και άστρο (ονοματοδοσία από τη Διεθνή Αστρονομική Ένωση).
Το ποίημα που ακολουθεί προέρχεται από την ποιητική της συλλογή Follas Novas, μεταφράστηκε από την Άννα Βερροιοπούλου και δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Poeticanet.
ΚΑΠΟΤΕ ΕΙΧΑ ΕΝΑ ΚΑΡΦΙ
Κάποτε είχα ένα καρφί
βαλμένο στην καρδιά
και πια δεν ενθυμούμαι αν ήταν καμωμένο
από ατσάλι, χρυσάφι ή από αγάπη βαθιά.
Ξέρω μόνο πως το μεγάλο του κακό
μ’ έκανε τόσο να δυστυχώ,
που νύχτα και μέρα αδιάκοπα έκλαιγα,
σαν τη Μαγδαληνή πλάι στο Σταυρό.
«Κύριε, εσύ που όλα τα μπορείς
–ζήτησα κάποτε απ΄το Θεό–,
δωσ’ μου θάρρος και δύναμη το καρφί αυτό να ξεριζώσω
δίχως ένα στεναγμό.»
Και ο Θεός μου έκαμε τη χάρη
να το βγάλω απ΄την καρδιά,
αλλά ποιος να το φανταζόταν,
δεν γνώριζα πλέον τα βάσανα,
μήτε ήξερα πόνος τι είναι πια.
Ήξερα μόνο πως νιώθω ένα άγνωστο κενό,
μια απουσία εκεί που το καρφί ήτανε τόσο καιρό,
και ίσως… ίσως όλο μοναξιά ένιωθα να νοσταλγώ,
Αχ, Θεούλη μου, εκείνη τη λύπη,
εκείνη τη θνητή λάσπη που τυλίγει το πνεύμα,
Κύριέ μου, ποιος μπορεί να το καταλάβει αυτό!…
Πηγές:
Biblioteca virtual Miguel de Cervantes
Fundacion Rosalía de Castro
Wikipedia / idioma Español
El País
Επιμέλεια κειμένου: Ζωή Τσούρα
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ