Η Λάρισα είναι ένας από τους σταθμούς όπου ο συγγραφέας κύριος Γιάννης Καλπούζος θα παρουσιάσει το νέο του βιβλίο «Καλντερίμι» (Εκδόσεις Ψυχογιός) στην αίθουσα ΛΙΝΤΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ του Κλίμαξ καφέ (Ηφαίστου 2 και Βενιζέλου, 2ος όροφος, 3 Ιουλίου, 20:00). Κι αυτό, στάθηκε αφορμή να μας παραχωρήσει μια συνέντευξη μέσω του ηλεκτρονικού περιοδικού «Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών».
Συνέντευξη
Ρωτάει η Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Κύριε Καλπούζο, με φόντο τη Θεσσαλονίκη, μας ταξιδεύετε από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Μέσα από συνταρακτικά γεγονότα ξεδιπλώνεται η ιστορία τριών γενεών: παππού, πατέρα και γιου. Τα ανθρωποκεντρικά στοιχεία είναι διακριτά παντού στο Καλντερίμι: φτώχεια, πολυφυλετικό περιβάλλον, πατριωτισμός. Ποια ήταν η κινητήριος δύναμη για τη συγγραφή του;
Γ.Κ.: Το πολυφυλετικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης και η συνταρακτική της Ιστορία προσφερόταν να αναπτύξω θέματα που με απασχολούσαν: συνύπαρξη πολλών φυλών, εθνικισμός, η ανάγκη να ανήκει κανείς σε μια ομάδα, το καθήκον, ο πατριωτισμός, όσα φυτεύονται σαν ακοίμητοι σπόροι στο έδαφος της ψυχής και καθορίζουν τον δρόμο μας (έρωτας, μίσος, εκδικητικότητα, η δύναμη των ηθών κ.ο.κ.), καθώς και αν η φτώχεια, σε συνδυασμό με τα τυχαία γεγονότα και τα πρόσωπα που μπαίνουν με διάφορους τρόπους στη ζωή μας, μπορεί να οδηγήσει ορισμένα άτομα στην παραβατικότητα. Πέραν αυτών, με γοήτευε η ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης κατά τα χρόνια 1867-1919 και η κοινωνική ιστορία που έγραψαν οι απλοί άνθρωποι την ίδια χρονική περίοδο.
Μας αιχμαλωτίζετε από τις πρώτες σελίδες, καθώς η απαγωγή της κόρης του Παράσχου είναι το έναυσμα να τον ακολουθήσουμε και να ξεδιπλώσουμε τις παράλληλες ιστορίες των ηρώων σας. Ήρωες φτιαγμένοι από υλικά μιας αλλοτινής εποχής που φαίνεται πως αγαπάτε πολύ. Μιλήστε μας γι’ αυτούς.

Γ.Κ.: Ο Παράσχος είναι άνθρωπος της εποχής του και γαλουχημένος με όσα αυτή επιτάσσει. Ωστόσο πολύ νωρίς, όχι χωρίς εσωτερικό βασάνισμα και πάμπολλα διλήμματα, έρχεται κόντρα με τις πατρογονικές διδαχές. Νιώθει να τον καταδυναστεύει η φτώχεια, είναι θυμωμένος με την ανέχειά του, και αναζητά την ευτυχία στα χρήματα κι άλλοτε στην εφήμερη ηδονή. Προσπαθεί να γεμίσει με το λίγο τα πολλά κενά της ζωής του, παρότι ποτέ δεν παύει να φέγγει, έστω αχνά, το καντήλι της όμορφης πλευράς της ψυχής του.
Ο Κλεάνθης, ο γιος του, μεγαλώνει χωρίς να του λείπει τίποτα και αντιμετωπίζει αρκετά παραπλήσια περιστατικά με όσα έτυχαν στον πατέρα του, ακολουθώντας εντελώς διαφορετική τακτική. Ομοίως αναζητά την ευτυχία μέσα από άλλες κατευθύνσεις και διαδρομές.
Ο παππούς Αντίπας είναι πράος ως χαρακτήρας, δεν διεκδικεί και δεν ανταγωνίζεται. Υψώνει το αγνό συναίσθημα ως υπέρτατο αγαθό, ενώ αγαπά βαθιά την Ελλάδα. Είναι, ή προσπαθεί να είναι, ο καθοδηγητής και του Παράσχου και του Κλεάνθη, όμως ο σπόρος που σπέρνει δεν γίνεται αποδεκτός με τον ίδιο τρόπο.
Οι γυναίκες που πλαισιώνουν τους τρεις βασικούς ήρωες έχουν συμβολικά στο μυθιστόρημα τον ρόλο που τους επέτρεπε η ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής, ασχέτως εάν καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την πορεία τους, ενώ δεν λείπουν οι επαναστάτριες.
Είναι η πρώτη φορά που αφιερώνετε ένα βιβλίο στη Θεσσαλονίκη. Πόσο χρόνο σας πήρε για να ολοκληρώσετε την έρευνα; Αντιμετωπίσατε δυσκολίες και πώς νιώθετε κάθε φορά που φτάνετε στο τέλος της έρευνας;
Γ.Κ.: Με ενδιαφέρει η όσο το δυνατόν πιο ακριβής ανάπλαση μιας εποχής, προκειμένου να ζήσει ο αναγνώστης παραστατικά όσα διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα αλλά και για να είναι σε θέση να κρίνει τους μυθοπλαστικούς ήρωες και τα καθαυτό ιστορικά γεγονότα με όσα ίσχυαν τότε κι όχι με τα σημερινά δεδομένα. Αντιμετώπισα δυσκολίες στην ανεύρεση στοιχείων αναφορικά με την καθημερινή ζωή, αν και το πλέον δύσκολο ήταν η λειτουργική τους ένταξη στη μυθοπλασία. Για την έρευνα και τη συγγραφή χρειάστηκα δύο χρόνια με δέκα έως δεκαπέντε ώρες δουλειάς την ημέρα. Αφιερώνω για την έρευνα τον πρώτο χρόνο, ωστόσο αυτή δεν ολοκληρώνεται, καθώς και κατά τη διάρκεια της γραφής προκύπτουν ζητήματα και αναγκάζομαι να μελετώ πιο εστιασμένα. Για παράδειγμα, πόσο χρόνο υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό; Το αντιμετώπισα καθώς έγραφα και αφιέρωσα πολύ χρόνο μέχρι να εξακριβώσω τι ακριβώς ίσχυε. Αυτές οι διακοπές κατά τη γραφή είναι οδυνηρές, με αποσπούν από το κείμενο και την ατμόσφαιρά του, όπως κι από το κτίσιμο της μυθιστορίας.
Παρακολουθώντας τη δουλειά σας, διακρίνουμε την αγάπη σας προς το ιστορικό μυθιστόρημα αλλά και την ευγλωττία και τη δεξιοτεχνία σας στην ελληνική γλώσσα, κάτι που θαυμάζουμε. Κατέχετε άριστα την τέχνη της «εξαπάτησης», πάντα δημιουργικά. Πώς νιώθετε τώρα που η γλώσσα μας αλλοιώνεται από τον βομβαρδισμό «ξένων» εκφράσεων και λέξεων; Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τη νεολαία ώστε να εμπλουτίζει το λεξιλόγιό της όταν είναι εμφανώς εξαρτημένη από το διαδίκτυο;
Γ.Κ.: Η γενιά της ηλικίας μου, και οι κάπως νεότερες, δεν θωρακίσαμε ως οφείλαμε τη γλώσσα ή δεν την υψώσαμε εκεί που της πρέπει. Η γλώσσα εμπεριέχει την Ιστορία μας και τον πολιτισμό μας. Θεωρώ ότι η κύρια γαλούχηση των νέων λαμβάνει χώρα εντός της οικογένειας και έπεται το σχολείο, τα μέσα ενημέρωσης και άλλοι φορείς. Οι γονείς οφείλουν να αφιερώνουν χρόνο στα παιδιά τους, να συζητούν μαζί τους. Η ηδύτητα της συζήτησης ήταν ζητούμενο στην αρχαία Ελλάδα. Εμείς πάψαμε να μιλάμε και μας κατάπιε η εικόνα, το διαδίκτυο, η σιωπή του νου.
Φτάνοντας στο τέλος της συγγραφής του βιβλίου σας, μοιραστείτε μαζί μας τα συναισθήματα που αποκομίσατε κι απ’ αυτό το συγγραφικό σας ταξίδι.
Γ.Κ.: Συμπάσχω πάντα με τους ήρωές μου, γελάω, κλαίω, ονειρεύομαι, ερωτεύομαι, αγανακτώ, θλίβομαι, στοχάζομαι, περιέρχομαι σε απόγνωση, καταπέφτω συναισθηματικά και την επόμενη στιγμή ενθουσιάζομαι, διασκεδάζω, φοβάμαι, νιώθω να με προδίδουν ή να προδίδω και πόσα άλλα… Ζω πολλές ζωές μαζί με τους ήρωές μου. Είναι μέγας πλούτος οι τόσο διαφορετικοί κόσμοι τους και κόσμοι μου. Μπήκα στις ψυχές των μυθοπλαστικών ηρώων μου και στο “καλντερίμι”, σε ποικίλες εκφάνσεις, σε πολύχρωμες και με πολλές αποχρώσεις διαδρομές. Στο έδαφος των ψυχών το οποίο μένει αναλλοίωτο στο διάβα των αιώνων. Ως στοχαστική κορωνίδα κρατώ τους ακοίμητους σπόρους που φωλιάζουν μέσα μας και καθορίζουν την πορεία μας. Τους καλούς σπόρους οφείλουμε να τους φροντίζουμε, να τους ποτίζουμε ώστε να ανθίζουν και να καρπίζουν διαρκώς, να κυριαρχούν στον έσω κόσμο μας, ενώ τους κακούς να τους αφανίζουμε, να τους θέτουμε σε περιβάλλον απόλυτης ξηρασίας. Να καταδικάζουμε ό,τι ευτελίζει την ψυχή μας και κατ’ επέκταση την ίδια την ύπαρξή μας. Όσον αφορά τα καθαυτό συναισθήματα από το “καλντερίμι” μένω στη γοητεία και την έκσταση που μου προσφέρει η ίδια η γραφή. Ένα σύμπαν μέσα σε πολλά άλλα σύμπαντα, που όμως όλα συγκλίνουν στη μεγαλύτερη επανάσταση, στην ανθρωπιά και στην ψυχική ανάταση που αυτή μας προσφέρει.
Επιμέλεια: Ζωή Τσούρα
Επιμέλεια κεντρικής εικόνας: Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ