Στη σημερινή συνέντευξη στους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών θα γνωρίσουμε την κυρία Μαρίνα Ξένου-Κασσιανού, συγγραφέα του βιβλίου «Τα κόκκινα παπούτσια» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελκυστής.
Συνέντευξη
Ρωτάει η Βίκυ Ζηλιασκοπούλου
Καλησπέρα, κυρία Ξένου, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που μας διαθέτετε.
Μ.Ξ.-Κ.: Εγώ σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε και μπορώ να σας διαθέσω όσον χρόνο θέλετε. Η αλήθεια είναι πως γράφω από παιδί, από 6 ετών, κυρίως ποιήματα. Τα πεζά μου, για πολλούς λόγους και διαφορετικούς κάθε χρονική στιγμή, έμεναν πάντα ατελείωτα. Το μόνο που ολοκληρώθηκε είναι αυτό για το οποίο μιλάμε σήμερα. Έχω εκδώσει με αυτοέκδοση και μία ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «ΠΑΙΔΙΟΘΕΝ», αλλά δίστασα να την προωθήσω λόγω χαρακτήρα. Διετέθη σε φίλους και μέσω φίλων. Παρ’ ότι δικηγόρος και μάλιστα μαχόμενη, η επαφή μου με τον κόσμο υπό την ιδιότητα της «ποιήτριας ή της συγγραφέως» διατηρεί έως σήμερα στα 58 μου την ίδια «παιδική» αμηχανία και συστολή.
Μιλήστε μας λίγο για το νέο σας βιβλίο «Τα κόκκινα παπούτσια», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Ελκυστής». Πώς προέκυψε η Μαρία, η πρωταγωνίστρια της ιστορίας; Υπήρξε κάποια εικόνα ή κάποιο γεγονός που δημιούργησε μέσα σας την ιστορία;
Μ.Ξ.-Κ.: Πιθανώς να μη συμβαίνει μόνο σ’ εμένα, αλλά οι εμπνεύσεις μου γενικώς έχουν διάφορα ερεθίσματα. Μπορεί να είναι μια ανάμνηση, μια εικόνα, ένα γεγονός που μπορεί να μη με αφορά καν, ακόμα και μία λέξη σε ένα τραγούδι, ή συνδυασμός κάποιων εκ των ανωτέρω. Δεν θυμάμαι καν το ερέθισμα στο έργο μου αυτό, θυμάμαι ότι απλώς πήρα τον υπολογιστή και άρχισα να γράφω. Είναι όμως αλήθεια ότι αλλιώς ξεκίνησε και αλλιώς κατέληξε. Ξεκίνησε για να περιγράψει την αυταρχική μάνα που «καταπίνει» τη ζωή του παιδιού της και κατευθύνει έμμεσα ή άμεσα κάθε του απόφαση. Χωρίς όμως να το καταλάβω, με κατηύθυνε το ίδιο το έργο και βγήκε όπως βγήκε, χωρίς να σκεφτώ τίποτα άλλο. Απλώς έγραφα… Ολοκληρώθηκε μέσα σε τρεις μέρες στη Ζάκυνθο, χωρίς αλλαγές και διορθώσεις.
Όσο διάβαζα το βιβλίο σας, εκτός από την προφανή ευχαρίστηση που ένιωθα από την καλογραμμένη όμορφη ιστορία, δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι η Μαρία είναι μια ηρωίδα τη ζωή της οποίας θα μου άρεσε να μάθω με περισσότερες λεπτομέρειες. Υπάρχει στο μυαλό σας η σκέψη να γράψετε ένα μυθιστόρημα με την ίδια βασική πλοκή αλλά με περισσότερες λεπτομέρειες για το παρελθόν; Ή να πείτε κάποια στιγμή πώς κυλά η ζωή της Μαρίας μετά την απόφασή της να φορέσει τα κόκκινα παπούτσια;
Μ.Ξ.-Κ.: Η Μαρία είναι η γυναίκα που ακόμη ζει και υπάρχει ανάμεσά μας και διαμορφώνει την εικόνα και της σύγχρονης κοινωνίας. Δυστυχώς το αποδεικνύουν τα καθημερινά δελτία ειδήσεων. Το έργο μου, παρ’ ότι γράφτηκε το 2017, είναι σαν να γράφτηκε σήμερα και μάλιστα με αφορμή όσα συμβαίνουν καθημερινά και σχετίζονται με τη βία κατά των γυναικών. Η Μαρία είναι γυναίκα που η προσωπικότητά της και κατ’ επέκταση η ζωή της σημαδεύτηκε από τις ιδεοληψίες, τα στερεότυπα, τους άγραφους νόμους και γενικότερα τη νοοτροπία της ελληνικής επαρχίας του περασμένου αιώνα. Δυστυχώς υπάρχουν ακόμη και σήμερα πολλές «εγκλωβισμένες» Μαρίες, που δεν έχουν φυλαγμένα κόκκινα παπούτσια να τα φορέσουν και να φύγουν, αλλά ούτε είναι σε θέση να αποκτήσουν κάποια κόκκινα παπούτσια. Προς το παρόν δεν έχω σκεφτεί να γράψω μυθιστόρημα με την ίδια βασική πλοκή. Αλλά ούτε έχω σκεφτεί τη συνέχεια της ιστορίας. Ας τη σκεφτεί ο αναγνώστης με βάση την προσωπικότητά του. Η δική μου φαντασία βλέπει τη Μαρία να εξελίσσεται ως άνθρωπος και να βρίσκει τον πραγματικό της δρόμο και την ευτυχία, με βάση την αξία της και τα δικαιώματά της ως ανθρώπινη οντότητα. Νομίζω ότι το έργο λέει αυτό που θέλει να πει και εκεί μάλλον πρέπει να μείνει.
Έχετε στο μυαλό σας την υπόθεση για κάποιο νέο έργο; Πείτε μας λίγα πράγματα για την καθημερινότητά σας… Πώς βρίσκετε χρόνο για συγγραφή;
Μ.Ξ.-Κ.: Έναν χρόνο πριν από το έργο αυτό, ξεκίνησα ένα άλλο, με άλλο θέμα, το οποίο έφτασε τις 70 σελίδες. Δυστυχώς, για δύο λόγους η έμπνευση κόπηκε «βίαια». Ο ένας λόγος είναι ο χρόνος… Μου τελείωσαν οι διακοπές και έκτοτε δεν κατάφερα να γράψω ούτε μία λέξη παρά το γεγονός ότι προσπάθησα αργότερα. Αλλά έσβηνα κάθε παράγραφο που έγραφα, εφόσον δεν ήταν αυτό που ήθελα, ούτε αυτό που του άξιζε. Στο μυαλό μου το έχω ολοκληρωμένο πάντως. Τα «κόκκινα παπούτσια» ήταν η υγιής αντίδραση τρόπον τινά, όταν προσπάθησα το επόμενο καλοκαίρι, να συνεχίσω εκείνο το έργο και δεν τα κατάφερα. Πάνω στην απογοήτευσή μου που δεν τα κατάφερνα και ως διέξοδο, άρχισα να γράφω τα “κόκκινα παπούτσια”.
Η καθημερινότητά μου είναι η καθημερινότητα του μέσου εργαζομένου ελευθέρου επαγγελματία μαχόμενου δικηγόρου. Αρκετά πεζή και με πολλή πίεση και άγχος. Δεν βρίσκω χρόνο για συγγραφή, διότι τα παραπάνω «καταπίνουν» κάθε έμπνευση, πολλές φορές και εν τη γενέσει της. Κάποια ποιήματα γλυτώνουν και βγαίνουν στην επιφάνεια, καθ’ ότι ο χρόνος που απαιτείται για να γραφτούν είναι μικρός. Έχω γράψει ποίημα από φανάρι σε φανάρι κατά τη διαδρομή από Αθήνα προς Γλυφάδα και επιστροφή.
Διαβάστε την άποψή μας για το βιβλίο: Τα κόκκινα παπούτσια
Διαβάζετε μυθιστορήματα; Υπάρχει κάποιο είδος που προτιμάτε; Πείτε μας την πρώτη σας ανάμνηση με τον εαυτό σας και ένα βιβλίο!
Μ.Ξ.-Κ.: Ό,τι καλό βρω το διαβάζω. Αν δεν είναι καλό, πράγμα το οποίο φαίνεται στις πρώτες 5 σελίδες του, το παρατάω.
Μπορούσα και διάβαζα από πάρα πολύ μικρή. Στα τέσσερά μου χρόνια, οι μύθοι του Αισώπου και στα πέντε η ελληνική μυθολογία, είχαν εξάψει τόσο τη φαντασία μου, που στην πρώτη δημοτικού, ο αγαπημένος μου δάσκαλος αείμνηστος Νίκος Παπανδρέου, στον οποίο ήδη έχω αφιερώσει και την πρώτη μου ποιητική συλλογή και τα “κόκκινα παπούτσια” και θα του αφιερώνω κάθε μου βιβλίο, με έβαζε την τελευταία ώρα, κάθε μέρα, να λέω ιστορίες στους συμμαθητές μου. Ουσιαστικά έλεγα την ίδια ιστορία με πλοκή σε συνέχειες, που τις σκάρωνα εκείνη τη στιγμή και κάθε μέρα προσέθετα γεγονότα, πρωταγωνιστές και ρόλους. Αλλά το τέλος της το πρόλαβε το τέλος της χρονιάς και «το έργο» έμεινε «στον αέρα».
Μπορείτε να μας προτείνετε ένα βιβλίο ή έναν συγγραφέα που αγαπήσατε στα παιδικά ή εφηβικά σας χρόνια καθώς και στην ενήλικη ζωή σας;
Μ.Ξ.-Κ.: Στα παιδικά μου χρόνια τους μύθους του Αισώπου. Στην εφηβεία μου λάτρεψα σχεδόν όλα τα έργα του Ξενόπουλου, αλλά έκτοτε δεν ξανασχολήθηκα μαζί του. Στο τέλος της εφηβείας μου γνώρισα τον Καζαντζάκη και τον Σαμαράκη. Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ και ΤΟ ΛΑΘΟΣ με σημάδεψαν.
Κλείνοντας και αφού σας ευχαριστήσω για την ειλικρίνειά σας, θα θέλατε να πείτε κάτι στους αναγνώστες μας;
Μ.Ξ.-Κ.: Εγώ σας ευχαριστώ. Στους αναγνώστες θα ήθελα να πω ότι με ενδιαφέρει η γνώμη τους.
Επιμέλεια: Ζωή Τσούρα
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ