Στη σημερινή συνέντευξη στους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών φιλοξενείται ο συγγραφέας Μιχάλης Κατράκης με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Πλάσματα που συναντάς διασχίζοντας την άγρια ερημιά της Τυτώ Άλμπα» από τις εκδόσεις Συρτάρι.
Συνέντευξη
Ρωτάει η Αγγελίνα Παπαθανασίου
Καλησπέρα. Ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη που μας παραχωρείτε. Από το 2005 που κυκλοφόρησε το πρώτο σας βιβλίο έχετε ασχοληθεί σχεδόν με όλα τα είδη της λογοτεχνίας. Ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα. Πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή σας; Ήρθε τυχαία ή ήταν ένα όνειρο ζωής που έγινε πραγματικότητα;
M.Κ. Καλησπέρα και σας ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία.
Αν προσπαθήσω να θυμηθώ πότε ξεκίνησα να γράφω θα πρέπει να πάω τριάντα χρόνια πίσω, στα χρόνια του Γυμνασίου, τότε που συναντούσαμε πρώτη φορά τους στίχους του Καββαδία, το Άξιον Εστί και το Gala, τα μυθιστορήματα του Κινγκ, τις ιστορίες του Βερν και τον Υφαντόκοσμο του Μπάρκερ. Έγραφα πολύ τότε, κυρίως ποιήματα και χιουμοριστικά διηγήματα τα οποία αργότερα συγκέντρωσα και έκαψα σχεδόν όλα. Πάντως, δεν σταμάτησα να γράφω και λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκα να κρατάω στα χέρια το πρώτο μου μυθιστόρημα. Δεν θα έλεγα, ωστόσο, πως η έκδοση ενός βιβλίου ήταν όνειρο ζωής. Μάλλον μία φυσική εξέλιξη• από την ανάγνωση στη γραφή κι από εκεί στην έκδοση. Τώρα που το ξανασκέφτομαι μάλλον έπρεπε να περιμένω μερικά χρόνια πριν ανάψω το σπίρτο, και μαζί με τα εφηβικά ποιήματά μου να κάψω και εκείνο το πρώτο μου μυθιστόρημα. Τα πρωτόλεια ανήκουν στους θεούς τους και όχι στους ανθρώπους.
«Πλάσματα που συναντάς διασχίζοντας την άγρια ερημιά της Τυτώ Άλμπα» είναι ο τίτλος του βιβλίου σας που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Συρτάρι και περιέχει είκοσι έξι διηγήματα. Γράφτηκαν κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή υπήρχαν σε αρχεία του υπολογιστή σας και αποφασίσατε ότι ήρθε η ώρα να βγουν στο φως;
Μ.Κ. Αυτά τα διηγήματα είναι μία λογοτεχνική άσκηση που επέβαλα στον εαυτό μου. Ξεκινούσα μία ιστορία με μία σχετικά απλή συνθήκη (ένας νεαρός μετανάστης περπατά στο κέντρο της πόλης, μία ινφλουένσερ προετοιμάζει την επόμενη ανάρτησή της, μία γυναίκα κάνει έναν περίπατο φορώντας ένα γαλάζιο φόρεμα) και προσπαθούσα να επιτρέψω στον ήρωα της κάθε ιστορίας να τραβήξει τον δρόμο του χωρίς την επιβολή του δημιουργού. Αποτραβήχτηκα από τη σκοπιμότητα και ακολούθησα την επιταγή της ιστορίας με έναν τρόπο γραφής σχεδόν αυτόματο. Είχε φοβερό ενδιαφέρον και πραγματικά το απόλαυσα. Οι ιστορίες ήταν φοβερά αποκαλυπτικές για εμένα. Αργότερα προσπάθησα να τις «δέσω» για να αποτελούν ένα ενιαίο σώμα έργου και πρόσθεσα λογοτεχνικές αναφορές προκειμένου το βιβλίο να αποτελέσει έναν φόρο τιμής στη χαρά, την απόλαυση και τη λύτρωση του να διαβάζεις, να λατρεύεις και να δημιουργείς λογοτεχνία.
Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι από τα πιο όμορφα που έχω δει τελευταία και κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη ματιά. Εξίσου δυνατά όμως είναι και τα κείμενα που θα διαβάσει. Θίγονται πολλά θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, ενώ σε όλα σχεδόν τα διηγήματα κάνετε αναφορές σε ποιήματα, έργα συγγραφέων και χάρτινους ήρωες. Οι αναφορές αυτές λειτουργούν υπαινικτικά προκειμένου οι αναγνώστες να γνωρίσουν βιβλία και συγγραφείς που ενδεχομένως δεν γνωρίζουν; Σας πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι ίσως κάποιοι ομότεχνοί σας θεωρήσουν αυτές τις αναφορές μια επίδειξη του αναγνωστικού σας προφίλ;
Μ.Κ. Το εξώφυλλο είναι όλο παιδί του εκδότη μου Πάνου Αντωνοπούλου και τον ευχαριστώ βαθιά. Δεν θα μπορούσε να είναι ομορφότερο.
Τώρα, όσον αφορά τους γραφιάδες εκεί έξω και «τι θα πει ο κόσμος»… Θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι είναι έτσι, ότι προσπαθώ να εντυπωσιάσω, ή θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι πράγματι πρόκειται για φόρο τιμής στη χαρά της ανάγνωσης. Αλλά δεν με ενδιαφέρει τι θα σκεφτούν οι ομότεχνοί μου. Αν με ενδιέφερε και αν εκείνους τους ενδιέφερε τι θα σκεφτούν οι υπόλοιποι, αν δηλαδή γράφαμε με μία συλλογική, κοινά αποδεκτή φόρμα, αν βάζαμε τέτοιου είδους δημιουργικούς φραγμούς, τόσο ανόητα κοινωνικά δεσμά καθωσπρεπισμού, στην τελική αν βάζαμε την εικόνα μας πάνω από τη δημιουργική προσταγή που λαμβάνει ο καθένας μας, τότε θα γράφαμε όλοι το ίδιο πράγμα. Και αυτό που τελικά θα παραδίδαμε θα ήταν πιθανότατα πιο ξεψυχισμένο κι από πτώμα.
Πολλά τα διηγήματα που ξεχώρισα και με ενέπνευσαν για να σας θέσω ερωτήσεις. Με αφορμή «…τα τριάκοντα αργύρια» και από την εμπειρία σας στον εκδοτικό χώρο, υπάρχουν αναγνώστες στη χώρα μας ή μόνο συγγραφείς και ποιητές; Πρέπει να διαθέτει κάποιο οικόπεδο προς πώληση ένας συγγραφέας προκειμένου να δει το όνομά του τυπωμένο στο εξώφυλλο; Χρειάζεται να έχει κάποιον σύμβουλο για να του δίνει σωστές οδηγίες προώθησης του βιβλίου του;

Μ.Κ. Για να εκδώσει κάποιος δεν χρειάζεται να έχει οικόπεδο προς πώληση, αλλά αν θέλει οπωσδήποτε να εκδώσει, μπορεί να το κάνει ακόμα και με εκδοτικό «πρώτης γραμμής» αρκεί να έχει οικόπεδο προς πώληση. Το εκδοτικό κριτήριο είναι εξαιρετικά ευέλικτο σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Το οποίο δικαιολογείται εν μέρει ακριβώς από το γεγονός ότι το αναγνωστικό κοινό είναι εξαιρετικά περιορισμένο και η ελληνική μία διάλεκτος που δεν προσφέρεται για ευρύτερο κοινό χωρίς την επένδυση σε μία καλή μετάφραση. Είμαστε λογοτεχνικά και ιδιοσυγκρασιακά περιχαρακωμένοι. Το ότι δεν υπάρχουν αναγνώστες δεν είναι αίσθηση, είναι δεδομένο και αυτό το καταλαβαίνει κανείς εύκολα αν αναλογιστεί πόσοι είναι οι επαγγελματίες συγγραφείς, αυτοί δηλαδή που ζουν από τις πωλήσεις των βιβλίων τους. Εγώ ασχολούμαι με το εμπόριο, άλλος είναι σεφ, εκπαιδευτικός, γιατρός, επιμελητής και μεταφραστής, νοσοκόμα, στέλεχος διαφημιστικής εταιρείας, εκπαιδευτής ιστιοσανίδας, ιδιοκτήτης μπαρ. Η συγγραφή στην Ελλάδα είναι ένας νεκρός επαγγελματικός κλάδος. 13.000 νέοι τίτλοι βιβλίων τον χρόνο και ανάμεσα στα τόσα έργα, μόνο μια χούφτα άνθρωποι ζουν αξιοπρεπώς από το επάγγελμα του συγγραφέα.
Ένας σύμβουλος ίσως και να βοηθούσε, αλλά βιβλία Ελλήνων που έχουν αποσπάσει βραβεία στην Ευρώπη και τη Μεγάλη Βρετανία, στην ελληνική αγορά δεν σπάνε το φράγμα των δύο χιλιάδων αντιτύπων τον χρόνο. Πώς μπορεί ένας συγγραφέας που έχει γράψει ένα διαολεμένα καλό βιβλίο, που έχει κερδίσει αναγνώριση σε διεθνές επίπεδο, που το όνομά του έγινε δικαίως γνωστό, να ζήσει με το 14% που δικαιούται από την πώληση των βιβλίων του όταν αυτά με το ζόρι φτάνουν στη δεύτερη έκδοση;
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι δεν διαβάζουμε. Και φοβάμαι πως αυτό θα γίνεται μόνο χειρότερο. Όπως λέει και ένας φίλος, «δεν ασχολούνται με τον Σαίξπηρ πια, με εμάς θα ασχοληθούν;».
Όπως προανέφερα, έχετε ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, την ποίηση, το διήγημα. Υπάρχει κάποιο άλλο λογοτεχνικό είδος με το οποίο θα θέλατε στο μέλλον να ασχοληθείτε; Θα γράφατε για παράδειγμα ένα βιβλίο για παιδιά ή για εφήβους;
Μ.Κ. Το παιδικό βιβλίο ειδικά βρίσκω ότι είναι ένα από τα δυσκολότερα είδη συγγραφικά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή και πολλή μελέτη για να φτιάξει κανείς μία ιστορία για ένα τόσο εκλεκτικό και ευαίσθητο κοινό.
Δεν έχω ασχοληθεί με πολλά είδη που μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ένα από αυτά. Το θέατρο επίσης. Το σίγουρο είναι ότι πριν αποφασίσω να καταπιαστώ με οποιοδήποτε είδος έξω από την εμβέλειά μου θα πρέπει να διαβάσω μερικές βιβλιοθήκες από έργα του είδους για να αποκωδικοποιήσω τη φόρμα και να χτίσω ικανή σκευή. Μετά βλέπουμε.
Αυτή την περίοδο υπάρχουν νέοι ήρωες που σας βασανίζουν γλυκά προκειμένου να πάρουν σάρκα και οστά;
Μ.Κ. Αφού έγραψα τα δύο πρώτα μου μυθιστορήματα σταμάτησα να γράφω για μία ολόκληρη δεκαετία και απλώς διάβαζα. Ό,τι πιο έξυπνο έχω κάνει συγγραφικά ήταν το να μη γράφω. Τώρα κάνω το ίδιο. Έχουμε κάποια σχέδια με το Συρτάρι για έργα που είναι ήδη έτοιμα, υπάρχει και μία νουβέλα που σκέφτομαι πως ίσως αξίζει να εκδοθεί, αλλά κάτι νέο δεν ετοιμάζω. Ακόμη. Και μάλλον συνειδητά. Προς το παρόν μόνο διαβάζω. Όσο περισσότερο μπορώ.
Διαβάστε την άποψή μας για το βιβλίο: Πλάσματα που συναντάς διασχίζοντας την άγρια ερημιά της Τυτώ Άλμπα
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη, θα θέλατε να πείτε κάτι στους αναγνώστες μας;
Μ.Κ. Θα κάνω αυτό που ίσως επικρίνουν οι ομότεχνοί μου και, με χαμόγελο στα χείλη, θα παραθέσω Mori Senzo. Αγαπητοί αναγνώστες, dokusho ή έστω, tsundoku sensei.
Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας. Καλή δημιουργική συνέχεια.
Μ.Κ. Εγώ ευχαριστώ, το χάρηκα ειλικρινά.
Επιμέλεια κειμένου: Ζωή Τσούρα
Δημιουργία κεντρικής εικόνας: Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη