Στην καρδιά της νύχτας . Η καρδιά κάθε αναγνώστη χτυπάει τη νύχτα που διαβάζει απερίσπαστος και τη μέρα που θα βρει στα ράφια του βιβλιοπωλείου το βιβλίο που έψαχνε! Έτσι χτύπησε και η δική μου, όταν βρήκα αυτό το βιβλίο σε γνωστό βιβλιοπωλείο της πόλης μου, που επισκέπτομαι πολύ συχνά, όχι πάντα για να αγοράσω κάτι, αλλά περισσότερο για να χαζέψω τίτλους, εξώφυλλα, οπισθόφυλλα.
Προσωπική άποψη: Αγάπη Ντόκα
Και πάντα φεύγω με ένα τουλάχιστον βιβλίο! Αυτή τη φορά έφυγα με δύο του ίδιου συγγραφέα.
Οι Νόμοι Κληρονομιάς που δεν κάνουν χατίρια σε κανέναν, δεν παραβιάζονται, είναι σκληροί, με την δική τους έννοια δικαιοσύνης, έτσι όπως ο Νομοθέτης όρισε. Η επιμονή να γίνει ανατροπή αυτών των Νόμων φέρνει τον άνθρωπο απέναντι στο σύστημα, που του αφήνει –όμως– ένα παραθυράκι, δίνοντάς του τη δυνατότητα να λαμβάνει μηνιαίως ένα βοήθημα, στάλα στον ωκεανό σε σχέση με την όλη περιουσία. Ή το παίρνεις και πορεύεσαι ή το αρνείσαι με ένσταση που δεν ξέρεις πού θα οδηγήσει.
Ο Μαχφούζ δίνει μια Αίγυπτο αυστηρή, που περιχαράσσει τα όρια των δικαιωμάτων. Μια Αίγυπτο που υπακούει σε ηθικούς κώδικες όσον αφορά τον γάμο, την εκπαίδευση, την διαβίωση, την πολιτική.
Η αφήγηση ξεκινά από το παρόν και πηγαίνει στο παρελθόν, στο πώς ξεκίνησαν όλα και αφήνει ένα ερωτηματικό για το πού καταλήγουν, στο οποίο απάντηση δίνει στο τέλος ο αναγνώστης.
Φυσικά καλογραμμένο, εξαιρετική μετάφραση-απόδοση από την Πέρσα Κουμούτση, που κάνει όλες τις μεταφράσεις των έργων του Ναγκίμπ Μαχφούζ.
Αξίζει να το διαβάσετε, αφού και μόνον το ότι ο συγγραφέας έχει πάρει Νόμπελ Λογοτεχνίας, είναι αρκετός λόγος!
Στην καρδιά της νύχτας. Υπόθεση:Ο Γκάαφαρ συναντά έναν υπάλληλο του Υπουργείου, προκειμένου να τον συμβουλευθεί πώς ν’ αποκτήσει την περιουσία του παππού του, ο οποίος με διαθήκη του την άφησε σε δύο τεμένη, σε φιλόπτωχες οργανώσεις και σε ευαγή ιδρύματα. Του απαντά πως οι Νόμοι είναι ξεκάθαροι επ’ αυτού, ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει τίποτα, παρά να κάνει αίτηση για ένα μικρό μηνιαίο βοήθημα, όπως κάνουν όλοι. Ο Γκάαφαρ εκνευρισμένος του λέει πως θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να έχει δικαίωμα σ’ αυτό που ο παππούς του του στερούσε εν ζωή, αλλά και μετά θάνατον και τον οδήγησε στη ζητιανιά.
Ο Γκααφάρ ζούσε στα χαλάσματα του παλιού αρχοντικού του παππού του και συντηρείτο απ’ την ελεημοσύνη των παλιών του φίλων. Επέμενε να διεκδικήσει αυτή την περιουσία, παρά την αποθάρρυνση που δέχτηκε απ’ τον υπάλληλο, ο οποίος ήταν και παλιός γνωστός του.
Στο πέρασμα των ημερών, ο Γκαάφαρ του εξιστορεί για τον θάνατο του πατέρα του, όταν ήταν έξι χρονών, έναν χρόνο αργότερα τον θάνατο της μητέρας του που λάτρευε και πώς κατέληξε στο αρχοντικό σπίτι του παππού του, του πατέρα του πατέρα του, για τον οποίο ουδέποτε είχε ακούσει, εξαιτίας του μίσους που έτρεφε για εκείνον η μητέρα του. Στο αρχοντικό αυτό ξεκινά μια καινούρια ζωή, που τον κάνει να ξεχάσει ακόμη και τη μητέρα του.
Ο παππούς του προερχόταν από οικογένεια με μεγάλη περιουσία σε βάθος χρόνου.
Όλα ξεκίνησαν, όταν ο πατέρας του Γκάαφαρ εξέφρασε την επιθυμία να παντρευτεί την μετέπειτά σύζυγό του, αντί για εκείνην την οποία είχε επιλέξει ο παππούς του. Αυτό τον έκανε να τον αποκληρώσει από γιο του, γιατί αυτή που είχε διαλέξει ήταν φτωχή. Ο πατέρας του Γκάαφαρ έγραφε άρθρα σε εφημερίδες.
Ο Γκάαφαρ εξιστορεί τη ζωή του στο αρχοντικό του παππού του, τις γνώσεις που απεκόμισε, την αλματώδη πρόοδό του στη μάθηση, την επιθυμία να ταξιδέψει –όπως ο πατέρας του- στην Ευρώπη. Καταφέρνει να μπει στην Ιερατική Σχολή και να γίνει αποδεκτός από τους φτωχούς συμφοιτητές του, που συχνά καλεί στο αρχοντικό. Έχει ταχθεί πλέον στην ιεροσύνη, μέχρι που συναντά και ερωτεύεται μια νομάδα γιδοβοσκό, την Μαρουάνα. Την πλησιάζει, ζητώντας της μια κούπα γάλα και καταλαβαίνει πως δεν της είναι αδιάφορος. Αποφασίζει να την παντρευτεί και ο παππούς του τον διώχνει από το σπίτι, όπως είχε κάνει και με τον πατέρα του. Γίνεται τραγουδιστής και αποκτά την δική του φωνητική ομάδα.
Σιγά-σιγά, η Μαρουάνα αποκαλύπτεται ως μια γυναίκα που δεν ενδιαφέρεται για το σπίτι της, τον άντρα της, τον εαυτό της. Κάνουν τέσσερις γιους και του λέει πως δεν αντέχει άλλο και θέλει να γυρίσει στον καταυλισμό. Ο Γκάαφαρ αρνείται, μέχρι που μια μέρα γυρνάει στο σπίτι και το βρίσκει άδειο. Την αναζητά στους δικούς της, αλλά τον διώχνουν.
Ενσωματώνεται στην φωνητική ομάδα του παιδικού του φίλου Μοχάμεντ και παράλληλα κάνει μια δική του χορωδία.
Σε μια επαγγελματική δουλειά, γνωρίζει την Χόντα Σαντίκ, μια πλούσια σαραντάχρονη χήρα. Παντρεύονται, παρόλο που αυτή έρχεται σε ρήξη με όλα τα μέλη της οικογένειάς της, αφού αυτός είναι 25 χρονών. Μετά το γάμο του προτείνει να συνεχίσει και να τελειώσει τις σπουδές του και κατόπιν να συνεχίσει με την Νομική.
Ρίχνεται με μεγάλο ζήλο στο διάβασμα, έχοντας δίπλα του έναν άνθρωπο που πραγματικά τον αγαπά και νοιάζεται γι’ αυτόν. Θέλει την Αλήθεια που πιστεύει ότι θα την βρει με την λογική –όχι την καρδιά και το ένστικτο. Αναζητά την ελευθερία και διαπιστώνει πως κι αυτή είναι ένα είδος σκλαβιάς. Ανοίγει πολύ τον γνωστικό του ορίζοντα και κάνει άλλα τέσσερα παιδιά με την Χόντα.
Αποφοιτά από την Νομική και ανοίγει δικό του δικηγορικό γραφείο. Αρχίζει να έχει προβληματισμούς επάνω στην πολιτική και τα πολιτικά συστήματα. Συζητά με φίλους του και τον τρώει μέσα του ν’ ασχοληθεί πιο ουσιαστικά, πιο βαθιά, να ψάξει τι είναι αυτό που την κάνει τόσο γοητευτική για κάποιους. Έχοντας αποκρυσταλλώσει τις απόψεις του περί πολιτικής, τις καταγράφει και τις δίνει σε έναν φίλο του δικηγόρο, τον «Μεγάλο Σάαστ» για να τις εκτιμήσει. Εκείνος δεν συμφωνεί, λέγοντας ότι προάγει τον κομμουνισμό, που είναι παράνομος στη χώρα. Ο Γκάαφαρ εξηγεί τι ακριβώς πρεσβεύει, εκφράζοντας την επιθυμία του να ιδρύσουν μαζί ένα νέο κόμμα.
Ο Μοχάμεντ του λέει να προσέχει, γιατί έχει αντιληφθεί πως ο Μεγάλος Σάαστ ενδιαφέρεται για την Χόντα.
Τότε προέκυψε η τραγωδία: πάνω σε μια λεκτική διαμάχη ο Γκάαφαρ σκοτώνει τον δικηγόρο και φυλακίζεται. Η Χόντα πεθαίνει και τα παιδιά τους τα παίρνει μια θεία της στη Γερμανία. Ο Μοχάμεντ φεύγει για περιοδεία στην Αφρική κι έκτοτε δεν τον ξαναβλέπει ποτέ.
Ο παππούς του έχει αρρωστήσει βαριά, αλλά δεν προλαβαίνει να τον δει, λόγω της φυλάκισής του. Αποφυλακίζεται ένα ερείπιο, μα με σώας τας φρένας και με δύναμη επιμονής. Δεν θέλησε να μάθει τι απέγιναν τα παιδιά του, για να τα αφήσει στην ηρεμία της ζωής τους. Τα χρήματα που κληρονόμησε από την Χόντα, τα ξόδεψε κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στα χρόνια της φυλακής.
Επισκέπτεται το αρχοντικό του παππού του, μα το βρίσκει έρημο κι ερειπωμένο. Ρωτώντας μαθαίνει πως ο παππούς του πέθανε ένα χρόνο μετά τη φυλάκισή του, μοιράζοντας την περιουσία του σε φιλανθρωπικές οργανώσεις.
Επιμένει με πείσμα στην προτροπή του υπαλλήλου του Υπουργείου να μην συντάξει την επιστολή βοηθήματος, αλλά να διεκδικήσει την περιουσία του παππού του.
Περίληψη: Στην καρδιά της νύχτας. Ο Γκάαφαρ Ιμπραήμ Σάγιεντ ελ Ράουι έχει ένα μότο: «Είθε η ιερή παράνοια να γεμίζει τη ζωή μας ως την τελευταία μας πνοή».
Μια βραδιά, σ’ ένα καφενείο στο παλιό Κάιρο, αποφασίζει να μιλήσει για όσα πέρασε.
Έπειτα από κάποιες ολότελα λανθασμένες αποφάσεις, έχει χάσει τα πάντα: την οικογένειά του, την θέση του στην κοινωνία, την περιουσία του. Οδηγημένος από τα πάθη του, παντρεύτηκε από έρωτα μια πάμφτωχη νομάδα και αναγκάστηκε να πληρώσει ένα υψηλό τίμημα. Από μια ζωή γεμάτη ανέσεις και με το μέλλον του εγγυημένο από τον πλούσιο παππού του, κατέληξε, μετά την αποκλήρωσή του, ζητιάνος.
Ο Γκάαφαρ δεν έχει άλλη επιλογή: θα αντιμετωπίσει τις δοκιμασίες με στωικότητα και ελπίδα, με στήριγμα τις ακλόνητες πεποιθήσεις του και τη βαθιά επιθυμία του να φέρει στο λαό του κοινωνική δικαιοσύνη.
Τίτλος: Στην καρδιά της νύχτας
Συγγραφέας: Ναγκίμπ Μαχφούζ
Τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας
Εκδοτικός Οίκος: Ψυχογιός
Ημερομηνία Έκδοσης: Αθήνα Ιανουάριος 2012
Σελίδες: 181
Υποστηρίξτε το blog μας με μία δωρεά, πατώντας εδώ
