Στη σημερινή συνέντευξη στους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών, φιλοξενείται ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Χρήστος Τζιούκαλιας, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Γκρίζοι Κήποι» από τις εκδόσεις Συρτάρι.
Συνέντευξη
Ρωτάει η Αγγελίνα Παπαθανασίου
Καλησπέρα. Σας ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη που μας παραχωρείτε. Το θεατρικό έργο «Γκρίζοι Κήποι» γράφτηκε την περίοδο του εγκλεισμού μας εξαιτίας της πανδημίας. Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης;
Χρ.Τζ. Όλα ξεκίνησαν όταν μια φίλη μου έδειξε το ντοκιμαντέρ Grey Gardens, μια ταινία η οποία μας συστήνει δυο πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Η Ίντιθ και Ίντι Μπουμπλέ –μάνα και κόρη αντίστοιχα- είναι δυο μορφές αρκετά γνωστές στην pop κουλτούρα της Αμερικής, που η φήμη τους έχει φτάσει ως τη χώρα μας.
Συνήθως, όποτε τύχει να μιλήσουμε για αυτές, στεκόμαστε στον εκκεντρικό τους χαρακτήρα, που μπορεί να θεωρηθεί από πρόσχαρος έως ιδιόμορφος. Όμως, εμένα δεν με απασχόλησε πολύ αυτό. Αντίθετα, όλη μου η προσοχή στράφηκε σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή που υπήρχε στο ντοκιμαντέρ, η οποία με κέντρισε απόλυτα.
Σε ένα σημείο, για μια απειροελάχιστη στιγμή, η μικρή Ίντι επιτρέπει στον εαυτό της να δείξει μια ρωγμή. Πίσω από αυτή τη ρωγμή μετεωριζόταν ένας υπαινιγμός που μαρτυρούσε μια αρκετά πιο σκοτεινή πλευρά αυτών των δυο γυναικών, που ερχόταν σε αντιδιαστολή με ό,τι μαρτυρούσαν τα φαινόμενα.
Σπάζοντας τη φαινομενική της ευφορία, μένει ακίνητη, σιωπηλή, κι έπειτα από σκέψη, κοιτάζει κατάματα την κάμερα και λέει την εξής φράση: «Καμιά φορά μπερδεύω τα όρια ανάμεσα στο τι έχει γίνει και τι δεν έχει γίνει».
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, κυοφορείται μια πολύ μεγάλη στιγμή, η οποία με αφορά απόλυτα στο θέατρο. Είναι η ώρα που αντιλαμβανόμαστε ως θεατές, ότι πίσω από όλη αυτή τη χαρμόσυνη –στα όρια της υστερικής χαράς– διάθεση κρύβεται ένα παχύ και ανεξερεύνητο σκοτάδι. Αυτό το σκοτεινό σημείο ήταν ο καμβάς πάνω στον οποίο δόμησα τη δραματουργία.
Ομολογώ πως, αν δεν ανέκυπτε η πανδημία και η πρώτη καραντίνα, δεν ξέρω αν θα μου είχε δοθεί ποτέ το συγκυριακό ερέθισμα ή ο χρόνος που απαιτείται για να ασχοληθώ και να το συνθέσω. Η αφορμή για να το κάνω ήταν εκείνος ο ιδιότυπος τρόμος που κρυβόταν πίσω από όλους μας κατά την περίοδο της πρώτης καραντίνας. Ήταν ένας τρόμος που υπαγορευόταν από την ισχυρή συνειδητοποίηση πως ο πολιτισμός που γνωρίζαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή ενδεχομένως θα τελειώσει ή θα μπει σε μια τελείως νέα πορεία, άγνωστη και ανεξερεύνητη, που θα είναι αδύνατο να την ελέγξουμε.
Έτυχε, δηλαδή, να βιώσουμε εν τη γενέσει του ένα παγκόσμιο συλλογικό τραύμα, όπου για τον ψυχικό του αντίκτυπο δεν μερίμνησε ουσιαστικά καμία πολιτεία. Το τραύμα της πανδημίας δεν θεραπεύτηκε ποτέ, δεν εξαφανίστηκε, αντιθέτως φωλιάζει ακόμη μέσα μας, αθεράπευτο, νωπό και ως εκ τούτου επικίνδυνο.
Όπως αυτά τα πρόσωπα, έτσι κι εμείς, παριστάνουμε πως δεν συνέβη τίποτα, ρίξαμε τη μνήμη κάτω από το χαλάκι και προσποιούμαστε πως εκείνη η παρένθεση δεν συντελέστηκε ποτέ. Όμως, το μετατραυματικό σύνδρομο έχει δομήσει οριστικά τον ψυχισμό μας, αναπτύσσοντας μια υποδόρια σκιά, η οποία μας καθορίζει.
Σε αυτή την κοινή σκιά με τα πρόσωπα βρήκα το ερέθισμα για να ασχοληθώ με αυτή τη δραματουργία. Αυτός είναι ο λόγος που όσοι γνωρίζουν τις ταινίες, αλλά και την ιστορία αυτών των γυναικών, θα αντιμετωπίσουν μια αρκετά διαφορετική συνθήκη μέσα στο κείμενο και μια τελείως διαφορετική τροπή στην ιστορία τους. Για αυτό και δεν μπορώ να θεωρήσω τη δραματουργία διασκευή του ντοκιμαντέρ, από το οποίο δεν αντλώ τίποτα άλλο παρά μόνο μια έμπνευση, με τα πρόσωπα να λειτουργούν ως αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια θέματα που αφορούν εμάς στον παρόντα ιστορικό χρόνο.
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2022, στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, στην εκπομπή Το Θέατρο της Κυριακής στο Τρίτο, ενώ, όπως λέτε στα εισαγωγικά σημειώματα του βιβλίου, δεν έχετε βάλει τελεία στη διαδικασία διαμόρφωσης του κειμένου. Να υποθέσω ότι κάνατε αλλαγές στο κείμενο όταν αποφασίσατε να κυκλοφορήσει σε έντυπη μορφή; Σκέφτεστε αλλαγές στο μέλλον αν ανεβεί σε κάποια θεατρική σκηνή;
Χρ. Τζ, Το θεατρικό κείμενο είναι πάντοτε ένα ημιτελές έργο τέχνης –ή ένα έργο τέχνης εν αναμονή- κι αυτό γιατί απαιτεί τη σκηνική πραγμάτωσή του για να ολοκληρωθεί. Ώσπου να γίνει αυτό, το κείμενο είναι ένα φάντασμα, γεμάτο σημάδια και σημεία προς εξερεύνηση.
Η κατανόηση του θεατρικού λόγου μπορεί μεν να ξεκινάει από μια λογική διαδικασία, όμως για να αρχίσει να αποκτά το ψυχικό μέγεθος που του αναλογεί, απαιτείται η ενσωμάτωση του κειμένου μέσα στο σώμα του ηθοποιού. Από το σημείο της ενσωμάτωσης και έπειτα ξεκινάει η πραγματική δουλειά με τον θεατρικό κόσμο ενός συγγραφέα και ασφαλώς με τον ηθοποιό.
Σε αυτή τη δημιουργική φάση είναι που ανοίγονται άλλοι, μη προφανείς ερμηνευτικοί ορίζοντες. Όσο ενσωματώνει ο ηθοποιός το κείμενο, σταδιακά αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως μέσα του αρχίζουν και εκκινούνται πολύ βαθύτερα νοήματα από αυτά που είχε ως τότε συλλάβει.
Πρέπει να καταλάβουμε το εξής, στο θέατρο το κείμενο έχει το σημείο και το σημαινόμενό του, με το σημαινόμενο να έχει το μεγαλύτερο βάρος στη δημιουργία της θεατρικής πράξης. Αντί για τους γλωσσολογικούς όρους, όταν δουλεύω με τους ηθοποιούς μου προτιμώ να αναφέρω αυτόν τον διαχωρισμό με τους όρους «συνειδητό» και «ασυνείδητο», με το ασυνείδητο να βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της εργασίας μου.
Αυτός ο τρόπος εργασίας βοηθά πολύ στην προσέγγιση του βαθύτερου νοηματικού πυρήνα του κειμένου, εκείνου που δεν είναι ποτέ έκδηλος και χρειάζεται αυτή την εσωτερική διαδρομή για να αποκαλυφθεί, πρώτα σε εμάς που στήνουμε μια θεατρική παράσταση και έπειτα στο κοινό που θα έρθει να τη δει.
Στην αρχή γίνεται αντιληπτός μονάχα διαισθητικά, σαν τις αδρές γραμμές ενός κτηρίου, οι οποίες ίσα που διακρίνονται μέσα σε μια πυκνή ομίχλη. Εδώ, σε αυτή τη λειτουργία, βρίσκεται το μεγάλο στοίχημα της θεατρικής πράξης: είτε παίρνεις την απόφαση να μπεις μέσα στην ομίχλη, είτε επιλέγεις να μείνεις έξω από αυτή. Η προτίμησή μου βρίσκεται σε αυτόν τον ομιχλώδη δρόμο.
Ο βαθύς νοηματικός πυρήνας δεν προσεγγίζεται με τη λογική, αλλά απαιτεί μια μέγιστη θυσία από τον ηθοποιό: να καταστρατηγήσει το Εγώ του, να ανοίξει τον χώρο του ασυνείδητου, να παλέψει με τη σκιά του, κι εκεί να κάνει έναν εσωτερικό καθαρμό από όλες τις προκαταλήψεις και όλα τα στερεότυπα που θα τον κρατήσουν μακριά από το να ανοίξει μια πόρτα, μια πόρτα που πίσω της κρύβεται ένα διάπλατο φως. Αυτό το φως καλείται να μας προσφέρει απλόχερα ο ηθοποιός κατά τη διάρκεια της θεατρικής παράστασης και απαιτεί πάντοτε αυτή τη δύσκολη δοκιμασία.
Αυτό το φως ενεργοποιείται όταν προκύψει από τη μεριά του ηθοποιού μια απόλυτη «εμπιστοσύνη στη Συγκυρία», όπως την αποκαλεί ο Εουτζένιο Μπάρμπα. Όσοι βρίσκονται παρόντες κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης αυτού του φαινομένου, γίνονται μάρτυρες μιας νέας εσωτερικής και αποκαλυπτικής διαδρομής, που συντελείται μέσα και έξω από αυτούς.
Υπό αυτό το πρίσμα αναφέρω πως δεν έχω βάλει τελεία στο κείμενο. Το κρατάω μέσα μου διάπλατα ανοιχτό ως προς την ερμηνεία και το σκηνικό του ανέβασμα, γιατί κατά τη γνώμη μου κάθε θεατρικό κείμενο αυτό χρειάζεται. Να επιτρέπεις πάντοτε να ανοίγει μέσα σου μια εσωτερική διαδρομή για να το προσεγγίσεις. Σε αυτή την εσωτερική διαδρομή αντιμετωπίζεις όλα τα ενδεχόμενα και οφείλεις να είσαι σε επιφυλακή, ώστε να αφουγκραστείς εκείνα τα ψυχικά νήματα, που θα αποδειχθούν τα καταλληλότερα, για να αποκτήσει το θεατρικό συμβάν τον υπερβατικό του χαρακτήρα.
Σε αυτή τη διαχείριση του σκηνικού γεγονότος παράγεται ένα άλλου είδους θέατρο, που έχει μεγάλες δυσκολίες, ακριβώς γιατί στον πυρήνα του κρύβει πολύ σπουδαία δώρα, που δεν αφορούν μόνο το θέατρο, αλλά συντελούν στην κατανόηση του ίδιου του φαινομένου της ζωής.
Δυο γυναίκες, η Ίντιθ και η Ίντι, μητέρα και κόρη, είναι οι ηρωίδες του έργου σας. Δυο γυναίκες που ζουν στα όρια της φτώχειας και θρηνούν για τα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, αναπολούν στιγμές του παρελθόντος, αλληλοκατηγορούνται, μονολογούν. Αλλά καλύτερα να μας συστήσετε εσείς τις ηρωίδες σας.
Χρ. Τζ. Ξέρετε, ποτέ δεν σκέφτηκα τα πρόσωπα του έργου ως «ηρωίδες», ως «χαρακτήρες» ή ως «ρόλους». Ο μόνος μου γνώμονας κατά τη διάρκεια της δραματουργικής σύνθεσης ήταν να παρακολουθώ την ενεργειακή δυναμική που αναπτύσσουν αυτά τα δυο πρόσωπα πάνω στη σκηνή και την πορεία της ψυχικής τους ενέργειας, που ξεκινάει από ένα φαινομενικό φως, για να καταλήξει σε ένα ιδιότυπο σκοτάδι.
Λέω ιδιότυπο, γιατί δεν είμαι σίγουρος πως το τέλος του έργου είναι τόσο απαισιόδοξο όσο δείχνει, μάλλον το αντίθετο. Αυτό που μας κάνει να προσλαμβάνουμε ένα σκοτεινό τέλος, είναι το γεγονός πως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την αρχή ενός νέου κεφαλαίου για τις ζωές αυτών των δυο γυναικών. Ερχόμαστε, δηλαδή, αντιμέτωποι με το μεγάλο άγνωστο της λευκής άγραφης σελίδας, που ονομάζεται «επόμενη μέρα».
Έτσι, χαράσσοντας αυτή την πορεία, χωρίς καθόλου να το αντιλαμβάνομαι, ενεργοποίησα μια ασυνείδητη λειτουργία, η οποία έφερε στην επιφάνεια πολλά βαθύτερα νήματα, που σε μια πιο ορθολογιστική διαχείριση του υλικού, πιθανώς δεν θα αναδεικνύονταν. Με αυτόν το τρόπο, οι δυο αυτές γυναίκες φύγαν από τη συμβατική ανθρώπινη διάστασή τους και πια τις αναγνωρίζω περισσότερο ως Αρχέτυπα, παρά ως ανθρώπινες φιγούρες. Γίνονται σύμβολα, εκπροσωπώντας τα αποτελέσματα μιας αποτυχημένης κοινωνίας.
Πίσω από τις συγκρούσεις, πίσω από την ανάκληση της μνήμης και πίσω από τους παράλληλους μονολόγους, κρύβεται μια πιο βαθιά υπαρξιακή διάσταση, καθώς υπόγεια, μέσα στον πυρήνα της ψυχής αυτών των δυο συμβόλων, ξεδιπλώνεται μια συνειδητοποίηση, που νομοτελειακά τις οδηγεί σε μια νέα αντίληψη του κόσμου.
Οι γυναίκες αυτές συνειδητοποιούν πως όλη η μέχρι τώρα ζωή τους ήταν μια σειρά από συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και ανοχές, στις οποίες οδηγήθηκαν προκειμένου να διατηρήσουν αδιατάραχτη τη σχέση τους με τους άλλους. Όμως, για να διατηρήσουν μια κατά τα φαινόμενα αρμονική σχέση με τους γύρω τους, φτάνουν να καταργούν την ατομική τους ανθρώπινη αξία. Καταλήγουν, δηλαδή, να βρίσκονται σε μια τρομακτική δυσαρμονία με τον ίδιο τους τον εαυτό. Εντέλει, καταλήγουν σε αυτή την καθήλωση, αυτή την ακινησία, που δίνει την εντύπωση πως δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος και όπου μέσα από αυτή δεν μπορεί να γεννηθεί τίποτα «νέο».
Νομίζω πως αυτός είναι και ο βαθύτερος νοηματικός πυρήνας του κειμένου, ο τρόπος με τον οποίο η οικογένεια κληροδοτεί συμπλέγματα, αγκυλώσεις, προκαταλήψεις και τις μεταβιβάζει, ως αόρατο περιουσιακό στοιχείο, στις επόμενες γενιές. Γιατί τις περισσότερες φορές –κι αυτό είναι μια απτή πραγματικότητα, της οποίας γινόμαστε διαρκώς μάρτυρες– αντί η οικογένεια να είναι το πεδίο μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί και θα ξεδιπλωθεί ο ατόφιος ανθρώπινος ψυχισμός, γίνεται το πεδίο μέσα στο οποίο αυτή η δυναμική καταστρατηγείται. Αυτόν τον ατόφιο ανθρώπινο ψυχισμό, ο Καρλ Γιουνγκ τον ονόμασε «Ταυτό» και είναι ένας όρος και μια διαδικασία στην οποία ο ίδιος δίνει μια ειδική διάσταση.
Αυτό είναι πιο σοβαρό από ό,τι νομίζουμε κι εξηγεί πολλά από τα δυσχερή σημεία της κοινωνίας μας, καθώς αυτή η συμπεριφορά δεν μένει μόνο μέσα στα στενά πλαίσια της οικογένειας, αλλά κυκλοφορεί ως δηλητήριο σε όλα τα επίπεδα της προσωπικής και κοινωνικής μας ζωής. Έτσι, το να παρεμποδίζουμε την εκδήλωση του «Ταυτού», είναι μια πράξη με ανθρωπιστικές, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Μέσα από όλες αυτές τις σκέψεις, παρατηρήσεις και στοχασμούς, ξεπήδησε το υλικό που στοιχειοθέτησε αυτές τις δυο γυναίκες στη δραματουργία μου.
Υπάρχουν σκέψεις να δούμε τους Γκρίζους Κήπους σε κάποια θεατρική σκηνή;
Χρ. Τζ. Πράγματι κάτι τέτοιο είναι στα άμεσα σχέδιά μου και το προσπαθώ εδώ και αρκετό καιρό. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, για λόγους μάλλον συγκυριακούς, έχω επιλέξει να μείνω λίγο μακριά από την ελληνική θεατρική πραγματικότητα και αυτό οφείλεται κυρίως στην έρευνα που κάνω πάνω στην υποκριτική.
Με αφορμή την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής, έχω ξεκινήσει ένα πνευματικό ταξίδι, ο δρόμος του οποίου περνάει μέσα από την πρακτική εφαρμογή των μεθόδων υποκριτικής. Έτσι, διαβάζω εκ νέου τα κείμενα των μεγάλων σκηνοθετών του παγκόσμιου και εγχώριου θεάτρου, εκπαιδεύομαι σε μεθόδους υποκριτικής, πρακτικές της ανατολής, και γενικότερα βαθαίνω την έρευνά μου γύρω από αυτό το σύνθετο φαινόμενο που ονομάζουμε υποκριτική.
Όλη αυτή η διαδικασία, αντί να με διευκολύνει, μάλλον μου προκαλεί μια δυσκαμψία, γιατί αρχίζω και σχηματίζω μια προσωπική φιλοσοφία πάνω στην υποκριτική και τη θεατρική πράξη, η οποία βρισκόταν μέσα μου εν σπέρματι από την αρχή της θεατρικής μου πορείας. Τώρα ωριμάζουν σταδιακά οι συνθήκες, ώστε να μπορέσει να πάρει σάρκα και οστά. Ήδη αυτή η διαδρομή απαιτεί έναν ειδικό χρόνο, έναν χρόνο που μου αρέσει να τον χαρακτηρίζω ως «κοσμολογικό».
Όμως, πέρα από τη δική μου σχολαστικότητα, αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία και προκατάληψη από τους θεατρικούς παραγωγούς, παρόλο που έχω στη διάθεσή μου μια ομάδα εξαιρετικών συνεργατών, ένα κείμενο που το εμπιστεύομαι πολύ και δυο πραγματικά σπουδαίες ηθοποιούς για να το ερμηνεύσουν. Οπότε, φαίνεται πως πρέπει να βασιστώ στις δικές μου δυνάμεις, κάτι που επίσης έχει άλλες ειδικότερες απαιτήσεις, ώστε να μπορέσει να διαμορφωθεί η ευνοϊκότερη και καταλληλότερη συνθήκη για όλους μας.
Διαβάστε την άποψή μας για το βιβλίο: Γκρίζοι Κήποι
«Είναι δύσκολη η ζωή στις μέρες!», «Είναι τόσο δύσκολο να ζεις!» λέει η Ίντιθ. Δυο φράσεις που ακούγονται συχνά και από μας τα τελευταία χρόνια, καθώς βιώνουμε όλοι δύσκολες καταστάσεις χωρίς να βλέπουμε φως στο τούνελ. Οικονομική κρίση, πανδημία, ακρίβεια. Είστε αισιόδοξος για τη νέα θεατρική περίοδο;
Χρ. Τζ. Αν πρέπει να μιλήσω για την ερχόμενη θεατρική περίοδο, θα πρέπει αναγκαστικά να συνομιλήσω με την έννοια «θεατρική αγορά», μια συνθήκη την οποία γνωρίζω πολύ καλά και μέσα της υπήρξα για μεγάλο χρονικό διάστημα με έναν πολύ μεγάλο όγκο παραστάσεων στις οποίες συμμετείχα. Όμως, οι νόμοι και οι πρακτικές αυτής της «αγοράς» δεν με ενδιαφέρουν, τις έχω ήδη απορρίψει με τη στάση μου όλα αυτά τα χρόνια.
Ένας γνωστός μου, με θεσμικό ρόλο στο θέατρο, μου είπε κάποια στιγμή μια φράση η οποία έμελλε να με απελευθερώσει πολύ: «Η αγορά πάει με αυτό που ξέρει». Στην αρχή η φράση αυτή μου προκάλεσε μεγάλη λύπη, καθώς ακούστηκε από έναν άνθρωπο με θέση ισχύος. Πολύ γρήγορα, όμως, βρήκα τη λύτρωση μέσα στο περιεχόμενο αυτής της φράσης. Εκείνος ο άνθρωπος, ως εκπρόσωπος της αγοράς, είτε το καταλάβαινε είτε όχι, παραδεχόταν αυτομάτως πως όλη η λειτουργία του θεατρικού εμπορίου βασίζεται στα στάσιμα νερά. Εμένα, όμως, δεν με ενδιαφέρει ένα στάσιμο θέατρο.
Έχω βαθύτατη πίστη σε ένα θέατρο που κινείται παράλληλα με όλα αυτά, που χτίζει την υπόστασή του με γνώμονα τον άνθρωπο ως μέγιστη αξία, που το διατρέχουν η αλληλεγγύη και σύμπλευση προς έναν κοινό σκοπό. Ο σκοπός αυτός δεν έχει να κάνει ούτε με τα sold out ούτε με τον πολύ θόρυβο, έχει να κάνει με την αυτοδιάθεση της καλλιτεχνικής ομάδας προς μια συλλογική θυσία που απαιτείται για να υπάρξει αυτή η όλο και πιο σπάνια υπερβατική στιγμή επικοινωνίας μεταξύ κοινού και πλατείας.
Το θέατρο έχει μια πολύ σημαντική ιδιότητα, τον από κοινού συντονισμό όλων όσων παρίστανται την ώρα στης παράστασης σε ένα συγκεκριμένο σημείο συγκέντρωσης, τη σκηνή. Αυτό δεν είναι κάτι αμελητέο, καθώς αυτή η εστίαση εκκινεί άλλες, βαθύτερες, νοητικές και πνευματικές διεργασίες, οι οποίες ξετυλίγονται εσωτερικά εν αγνοία μας. Είναι αυτό που ο βρετανός ανθρωπολόγος Βίκτωρ Τέρνερ ονομάζει ως «αυθόρμητη μέθεξη», η στιγμή που ηθοποιοί και κοινό γινόμαστε ένα και αναπτύσσεται μεταξύ μας μια άλλου είδους επικοινωνία, η οποία δεν προκύπτει μέσα από τον διάλογο, αλλά απευθείας μέσα από τα έγκατα του συλλογικού ασυνείδητου.
Σε αυτή του την ιδιότητα έγκειται ο δημοκρατικός και μεταμορφωτικός χαρακτήρας του θεάτρου. Αυτή η σύμπνοια, η ενότητα είναι η δημοκρατία που χρειαζόμαστε και είναι αυτή που γέννησε το θέατρο. Ο από κοινού συντονισμός σε ένα σημείο είναι ένας από τους ελάχιστους τρόπους που έχει ο άνθρωπος στη διάθεσή του, προκειμένου να αφήσει πίσω του τον κόσμο των ειδώλων και να βγει οριστικά έξω από το πλατωνικό σπήλαιο. Αρκεί κάτι να μας ερεθίσει στα βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού μας.
Το θέατρο που θέτει στο επίκεντρο αυτές τις αξίες δεν θα το βρεις εκ πρώτης στην αγορά. Ξεκινάει πάντοτε να αναπτύσσεται στο περιθώριο, εκεί όπου έχει πέσει το αγοραίο τσιμέντο πάνω από το γόνιμο έδαφος. Αλλά αυτό θα βρει την κατάλληλη ρωγμή και θα ξεπηδήσει, αυτό μας διδάσκει η ιστορία του θεάτρου. Από μια άποψη είναι λίγο τυχερό, καθότι όλοι θα το θεωρούνε ταπεινό ή αμελητέο, έτσι που κανένας δεν θα ασχοληθεί για να το κόψει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκείνο θα έχει τον απαιτούμενο χρόνο και θα ανθίσει. Κι όταν συμβεί αυτό, η αυθυπαρξία του άνθους του θα διαθέτει μια ουσιαστική και εύγλωττη αυτάρκεια. Για αυτό το θέατρο είμαι απολύτως αισιόδοξος. Διαχρονικά.
Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
Χρ. Τζ. Έχω ήδη ολοκληρώσει μια δραματουργία, βασισμένη στον «Τηρέα», τη χαμένη τραγωδία του Σοφοκλή. Ο μύθος του βασιλιά Τηρέα, της Πρόκνης και της Φιλομίλας είναι κάτι που με ακολουθεί ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια στη σχολή και αναδεικνύει μια αρχαιότητα που δεν μας είναι τόσο γνωστή, πιο ζοφερή από όσο θέλουμε να φανταζόμαστε, που δύσκολα εξιδανικεύεται. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που το σύνολο της τραγωδίας χάθηκε μέσα στον χρόνο κι έφτασαν σε εμάς μόνο μερικά σπαράγματα.
Όμως, εμένα αυτός ο μύθος με συγκίνησε και σε συνδυασμό με το σοφόκλειο πνεύμα, που πάντοτε με ενδιαφέρει για το βάθος, τον ζόφο και τη διττότητά του. Με ενδιαφέρει να βουτάω μέσα σε αυτή τη σκοτεινιά προκειμένου να ανακαλύψω και να αναδείξω ένα κρυμμένο φως, που δεν έχει να κάνει με την εξιδανίκευση, αλλά με την ανάδειξη της ανθρώπινης ρωγμής, που ανακαλύπτω πρώτα σε μένα κι έπειτα στους γύρω μου.
Ασφαλώς δεν πρόκειται για μια προσπάθεια ανασύστασης της τραγωδίας, κάθε άλλο. Με υλικό τα λιγοστά σπαράγματα, άρχισα να ανοίγω μέσα μου μια σειρά από προβληματισμούς για το πώς μπορεί η ιστορία αυτών των αρχετυπικών προσώπων να σταθεί στη σύγχρονη σκηνή. Πώς μιλάνε αυτά τα σύμβολα; Πώς απευθύνονται το ένα στο άλλο; Ποια τροπή παίρνει σήμερα ο μύθος προκειμένου να μιλήσει και να μας ερεθίσει ακριβώς σε εκείνο το σημείο που πονάμε περισσότερο;
Έτσι, προέκυψε ένα κείμενο του οποίου η μέχρι τώρα διαδρομή ήταν μια σειρά από πολύ μεγάλες καλλιτεχνικές αποκαλύψεις για μένα, ενώ ταυτόχρονα, φαίνεται πως συνομιλώ άθελά μου με τον Μπέρνχαρντ, τον Μίλλερ, την Κέιν, τον Σοφοκλή και την πρακτική της «λειτουργίας».
Αυτός είναι ένας δρόμος που τον πιστεύω απόλυτα. Οφείλουμε να βρίσκουμε τους πνευματικούς μας δασκάλους, να συνδιαλεγόμαστε μαζί τους και εντέλει να τους παραβαίνουμε. Αυτός ο ανοιχτός διάλογος είναι ο μόνος που φαίνεται να βοηθά στην ουσιαστική καλλιτεχνική μας διαμόρφωση.
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη, θα θέλατε να πείτε κάτι στους αναγνώστες μας;
Χρ. Τζ. Νομίζω πως ήδη είπα πάρα πολλά και ενδεχομένως να τους κούρασα. Αν πρέπει, όμως, να προσθέσω κάτι τελευταίο, που να κάνει έναν ουσιαστικό επίλογο σε όσα προαναφέραμε, είναι να κάνουν τις απαραίτητες θυσίες ώστε να κόψουν τους δεσμούς της εξάρτησης με τους άλλους, να μην καταστρατηγούν τον Εαυτό με την ελπίδα πως θα είναι πιο εύκολα αρεστοί στους γύρω τους, να προσπαθήσουν να αρθρώσουν την ατομική τους φωνή. Ειδικότερα σε όσα παιδιά θέλουν να μπουν στον χώρο του θεάτρου.
Η Ανατολή μας διδάσκει πως για να αρθρώσεις τη δική σου φωνή, χρειάζεται πρώτα να έχεις καταλάβει, εννοήσει και ενσαρκώσει το ουσιαστικό νόημα της ανιδιοτελούς αγάπης. Όταν συμβεί αυτό, φτάνεις στην αρμονία με τους γύρω σου και στην αρμονία με τον εαυτό σου. Αυτή η πνευματική διαδρομή είναι εκείνη που θα μας βοηθήσει να δούμε πίσω από το σκοτάδι ένα ασυγκράτητο φως, που υπερβαίνει κάθε σύμβαση και κάθε διαφωνία.
Πιστεύω πως μόνο έτσι θα μπορέσουμε να είμαστε ουσιαστικά παρόντες ως άνθρωποι, ως ψυχές και ως πολίτες. Παρόλο που η εποχή δεν το ευνοεί -σχεδόν το ποινικοποιεί-, εσείς να δίνετε χρόνο. Χρόνο για να κατανοήσετε πρώτα εσάς και έπειτα τους γύρω σας. Σε αυτόν τον χρόνο ξεκλειδώνει ένας άλλος κόσμος.
Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας. Καλή δημιουργική συνέχεια.
Επιμέλεια κειμένου: Ζωή Τσούρα
Δημιουργία κεντρικής εικόνας: Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη