Ένα σύγχρονο παραμύθι
Παραμύθι από τον Θανάση Συρμακέζη, μαθητή Α΄ Γυμνασίου
Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν μακρινό τόπο, ζούσε ένα κοριτσάκι με την οικογένειά του. Δεν ήταν μια συνηθισμένη οικογένεια, γιατί στο σπίτι τους υπήρχαν πρίγκιπες, βασιλιάδες και μερικές φορές σπιτικά ξωτικά που βοηθούσαν στις δουλειές.
Ο βασιλιάς μπαμπάς με το μαγικό του χέρι γιάτρευε τους ανθρώπους και εκείνοι για να τον ευχαριστήσουν του έφερναν κάθε λίγο δώρα και καλούδια στον θρόνο του. Η βασίλισσα μαμά χτυπούσε με το μαγικό της ραβδί σωρούς από υλικά και στη στιγμή μεταμορφώνονταν σε πεντανόστιμα γλυκά, που στοιβάζονταν σε φανταχτερές πιατέλες. Με το που τα έτρωγε ο κόσμος, κάθε στεναχώρια έφευγε από την καρδιά τους. Έτσι ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν πολύ αγαπητοί σε εκείνο το μέρος.
Η μικρή πριγκίπισσα τώρα ήταν υπεύθυνη για να φυλάει τα γράμματα και τους αριθμούς. Έπρεπε κάθε μέρα να μαθαίνει καινούρια πράγματα από τα βιβλία της, γιατί μια παλιά κατάρα έλεγε πως αν δεν μάθει όλα τα γράμματα, δεν θα έπαιρνε ποτέ τις μαγικές δυνάμεις του μπαμπά και της μαμάς.
Και έτσι στο βασίλειο του σπιτιού τους η ζωή κυλούσε όμορφα για τους τρεις τους, μέχρι που ένα πρωί, θεόρατοι γίγαντες από τον ουρανό άρχισαν να ρίχνουν πέτρες φωτιάς γκρεμίζοντας τα πάντα. Ήταν τόσοι πολλοί που κανείς δεν μπορούσε να τους σταματήσει.
Τρομαγμένη η βασιλική οικογένεια μαζί με άλλους υπηκόους εγκατέλειψαν το μέρος τους και ξεκίνησαν να βρουν καινούριο βασίλειο για να κατοικήσουν. Η πορεία τους όμως δεν ήταν εύκολη, αφού δεν είχαν κανένα από τα υπάρχοντά τους, και μόνο περπατούσαν νηστικοί και άπλυτοι για μέρες ή πάλευαν με τα κύματα σε μικρές σχεδίες.
Η μικρή πριγκίπισσα παρακαλούσε τους γονείς της να κάνουν τα μαγικά τους για να φτάσουν γρήγορα στο καινούριο παλάτι, όμως της εξήγησαν πως μόνο στην καινούρια πατρίδα θα έπιαναν ξανά τα ξόρκια τους. Η πριγκίπισσα δεν άργησε να καταλάβει πως ο υπόλοιπος κόσμος ήταν γεμάτος με κακούς μάγους, τρομακτικά τέρατα και ύπουλους νάνους που δεν νοιάζονταν γι’ αυτούς. Κανένας δεν ήταν πρόθυμος να τους βοηθήσει και όλοι τους έδιωχναν.
Οι βασιλιάδες όμως δεν έχαναν το χαμόγελό τους και όπου είχαν την ευκαιρία βοηθούσαν τους ανθρώπους γύρω τους. Ο βασιλιάς μπαμπάς στα σκοτεινά και υγρά μπουντρούμια που τους είχαν χώσει σε ένα νησί, δεν σταματούσε να γιατρεύει και να φροντίζει ταλαιπωρημένους υπηκόους και η βασίλισσα μαμά, με τα λιγοστά υλικά που της έδιναν καλές νεράιδες, έφτιαχνε μερικά από τα γλυκά της, για να ξεχάσουν για λίγο όλοι τις στεναχώριες τους.
Η πριγκίπισσα μισούσε τους γονείς της που ήταν καλοί και παρακαλούσε μέρα νύχτα να έρθουν οι γίγαντες σ’ εκείνο το μέρος να σκοτωθούν όλοι οι μάγοι, τα τέρατα και οι νάνοι που τους κρατούσαν αιχμάλωτους στα μπουντρούμια. Να έβλεπαν κι αυτοί πως είναι να καταστρέφεται το βασίλειό σου!
Ο πατέρας της όμως, σαν σοφός βασιλιάς, με την απέραντη καλοσύνη του συνέχιζε να γιατρεύει τους ανθρώπους, ακόμα και όταν αυτός χρειαζόταν γιατρειά. Η πριγκίπισσα τότε κατάλαβε πως στο χέρι τους ήταν να μεταμορφώσουν τα μπουντρούμια που έμεναν σε παλάτια, και να γεμίσουν χαρά και ελπίδα σ’ αυτούς που περίμεναν να φύγουν για τις καινούριες πατρίδες. Τα χέρια της γέμισαν μαγεία και καλοσύνη και οι γονείς της ήταν περήφανοι γι’ αυτήν!
Ένα σύγχρονο παραμύθι
Επεξεργασία εικόνας: Παναγιώτα Γκουτζουρέλα