Ιωάννης Αλταμούρας
Γράφει η Μαρία Σάντα
Ο Ιωάννης Αλταμούρας (1852 – 1878) ήταν Έλληνας ζωγράφος του 19ου αι., ο οποίος διακρίθηκε κυρίως για τις θαλασσογραφίες του. Έγινε δεκτός στην Σχολή των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας, όπου μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα (1871 -1872). Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη (1873 -1876) κοντά στον Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν, κορυφαίο Δανό ζωγράφο που ειδικευόταν στις θαλασσογραφίες.
Στην Δανία συνδέεται με καλλιτεχνικούς κύκλους και επισκέπτεται ψαροχώρια και παράκτιες πόλεις της Δανίας και της γειτονικής Σουηδίας, συλλέγοντας εικόνες για τα έργα του. Ταξιδεύει επίσης στην Ιταλία και στη Μαδέρα. Πολλές από τις θαλασσογραφίες του έγιναν στην παραθαλάσσια πόλη της Δανίας, Skagen, όπου είχε δημιουργηθεί μια ”αποικία” από Δανούς καλλιτέχνες της Σχολής Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης.
‘Οντας ήδη άρρωστος με φυματίωση, επιστρέφει στην Ελλάδα γιατί το κλίμα της Δανίας δεν τον ευνοεί. Εν τω μεταξύ έχει στείλει στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα, το 1875, το έργο του «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης», που τιμάται με το αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως και σήμερα θεωρείται το καλύτερό του. Ανοίγει εργαστήριο ζωγραφικής, ενώ η φήμη του αρχίζει να αυξάνεται, με τον ίδιο να αναδεικνύεται στον πιο ακριβοπληρωμένο Έλληνα ζωγράφο της εποχής του. Πεθαίνει από φυματίωση το 1878, στις Σπέτσες, σε ηλικία μόλις 26 ετών, χωρίς να προλάβει δυστυχώς να αναπτύξει το εύρος του ταλέντου του.
Η ζωή του συμπυκνώνει όλα εκείνα τα μοναδικά συστατικά που κάνουν μια αφήγηση συναρπαστική. Δεν είναι μόνο η υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα των έργων του, αλλά και η ιστορία του, ο μύθος αυτού του ζωγράφου και της οικογένειάς του, που σε συνεπαίρνει.
Η μητέρα του, Ελένη Μπούκουρα, υπήρξε η πρώτη γυναίκα ζωγράφος μετά την Επανάσταση. Τόλμησε, μάλιστα, να ντυθεί άντρας για να μπορέσει να σπουδάσει ζωγραφική στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ιταλία. Πατέρας του ήταν ο γνωστός Ιταλός ζωγράφος, Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα, με ταραχώδη βίο. Λίγα χρόνια νωρίτερα από τον θάνατο του Ιωάννη Αλταμούρα, είχε πεθάνει από την ίδια ασθένεια και η αδελφή του Σοφία. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν την μητέρα του σε νευρικό κλονισμό και στην τρέλα, με αποτέλεσμα να κάψει τα δικά της έργα, από τα οποία διασώζονται σήμερα ελάχιστα, μόλις επτά.
Ο Ιωάννης Αλταμούρας θεωρείται ο πρώτος θαλασσογράφος της νεότερης Ελλάδας.
Αν και κατατάσσεται στην ακαδημαϊκή «Σχολή του Μονάχου», η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση, δείχνουν ότι ο Αλταμούρας είχε αρχίσει να ξεπερνάει την αυστηρή γραμμή του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον πρώιμο ιμπρεσιονισμό. Τα έργα του είναι κυρίως θαλασσογραφίες, οι οποίες αποκαλύπτουν μεγάλο ταλέντο, τουλάχιστον ισάξιο του άλλου μεγάλου θαλασσογράφου του 19ου αιώνα, του Κωνσταντίνου Βολανάκη.
Ο πίνακας, το ”Λιμάνι της Κοπεγχάγης’‘, ζωγραφίστηκε τη χρονιά που οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι οργάνωσαν την πρώτη ομαδική έκθεση στο Παρίσι (1874).
Στον πίνακα αυτό, απεικονίζεται μια πανοραμική άποψη του λιμανιού της Κοπεγχάγης με κτίρια που αχνοφαίνονται, καμινάδες που καπνίζουν και μεγάλα αγκυροβολημένα καράβια. Ο χαμηλός ορίζοντας αφήνει να κυριαρχήσουν στη σύνθεση τα δυο βασικά στοιχεία, ο ουρανός και η θάλασσα.
Ο Αλταμούρας ζωγράφιζε θάλασσες του Βορρά βουτηγμένες στο χρώμα, με ανοιχτούς ορίζοντες, έντονα σύννεφα και κύματα φουσκωμένα. Εκεί που οι άλλοι Έλληνες ζωγράφοι του 19ου αιώνα είχαν στις αποσκευές τους την αυστηρή τελειότητα της Σχολής του Μονάχου, εκείνος, ως γόνος γνήσιων επαναστατών, κοιτούσε ήδη προς την ελευθερία του ιμπρεσιονισμού. Νέος, ωραίος, ταλαντούχος, ο Ιωάννης Αλταμούρας έμοιαζε, όχι άδικα, να έχει τον κόσμο στα πόδια του. Και ίσως αυτό να συνέβαινε αν δεν έφευγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 26 χρόνων, επάνω στη νεανική ορμή που είναι σε θέση να προκαλέσει μεγάλες ανατροπές και να οδηγήσει στην υψηλή δημιουργία. Από την άλλη, έτσι γεννιούνται οι μύθοι.
Πέρα από τον μύθο όμως, υπάρχει και η αγοραστική αξία, η οποία μεταφράζεται σε 400.000 ευρώ για έργο του, που πουλήθηκε πριν λίγα χρόνια σε δημοπρασία του εξωτερικού, ενώ προσφάτως η Τράπεζα της Ελλάδος αγόρασε ένα άλλο, επίσης από δημοπρασία, αντί 300.000 ευρώ.
Πηγές: el.wikipedia.org, tovima.gr,