Μοιρολόι* (από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις μοῖρα + λέγω) ονομάζεται το λυρικό τραγούδι με θρηνητικό, επαινετικό και εγκωμιαστικό χαρακτήρα, το οποίο εκφράζει θλίψη και πόνο για τον θάνατο ενός προσφιλούς προσώπου, και τραγουδιέται κατά την πρόθεση ή την κηδεία του. Περιγράφεται η ανθρώπινη μοίρα, ο αποχωρισμός από την οικογένεια και οι αρετές του νεκρού. (Ορισμός από wikipedia)
Προσωπική άποψη: Παναγιώτα Γκουτζουρέλα
Το Μοιρολόι του Κοριτσιού που δεν έχει κανέναν άλλον να τραγουδήσει για τη ζωή του. Σε 128 στροφές εκτυλίσσεται η ζωή του Κοριτσιού, της ηρωίδας της ιστορίας μας.
Δίχως χωροχρονικές συντεταγμένες, κάπου στις ελληνικές θάλασσες βρίσκεται ένα όμορφο νησί και σε αυτό βρίσκεται ένα Όμορφο χωριό. Καθένας από τους κατοίκους γνωρίζει τη θέση του, τις υποχρεώσεις του και όλα στο Όμορφο χωριό κυλούν απρόσκοπτα. Οι Πρεσβύτεροι και ο ιεροπατέρας ρυθμίζουν τους νόμους βάσει του ιερού βιβλίου Κοραβέλ, οι εργασίες είναι κατανεμημένες ανάλογα με τις ικανότητες και δυνατότητες των κατοίκων και η επιβίωση είναι εφικτή. Το καθεστώς διακυβέρνησης απλό: οι άντρες αποφασίζουν, οι γυναίκες εκτελούν. Όλα τα δικαιώματα είναι αποκλειστικά αντρικό προνόμιο. Το δικαίωμα ψήφου, της ονομασίας των τέκνων, ακόμα και της στείρωσης κάθε γυναίκας μετά από τρεις γέννες.
Χρειάζεται οργάνωση και τήρηση των νόμων για την αυτάρκεια, για τη συνέχεια ύπαρξης του Όμορφου χωριού, που παραμένει αποκομμένο από κάθε άλλη ανθρώπινη παρουσία και στοιχείο πολιτισμού. Εκεί που τα νέα από τον έξω κόσμο δεν φτάνουν ποτέ. Εκεί που τίποτε δεν αλλάζει. Εκεί που η μοναδική επαφή με την υπόλοιπη ανθρωπότητα είναι οι αραιές επισκέψεις του εμπόρου που φέρνει εμπορεύματα και οι ακόμα πιο σπάνιες επισκέψεις του γιατρού.
Εκεί, σε αυτό το Όμορφο χωριό, ξεβράζεται μέσα σε μια κούτα το Κορίτσι. Μωρό ακόμη, αγνώστου μητρός, αναλαμβάνει ο ιεροπατέρας να το μεγαλώσει. Ένα μίασμα το Κορίτσι. Δίχως όνομα, γιατί δεν δικαιούται ούτε καν αυτό επειδή δεν έχει ρίζες στο χωριό. Δίχως προσωπικά αντικείμενα επειδή δεν ανήκει εκεί. Το Κορίτσι μεγαλώνει με το παράπονο της εγκατάλειψης και την ανάγκη να ανήκει κάπου. Έχει λίγους ανθρώπους που τη στηρίζουν για να αντέχει, περπατώντας σκυφτή και κουτσαίνοντας μπροστά από όσους τη φτύνουν με λέξεις όπως γαϊδουροπούτανο, τρυπίτσα, γέννημα της Κόλασης. Γιατί, για όλα τα δεινά που συμβαίνουν στο χωριό και στους κατοίκους του, το Κορίτσι θεωρείται υπαίτιο για όλα.
Κι επειδή έχω συνηθίσει να είμαι για το χωριό πάντα η Άλλη κι επειδή για όλα φταίω εγώ, παίζω όσο καλύτερα μπορώ τον ρόλο που μου δίνουν. Εξάλλου, πού θα μπορούσα να πάω; Έπειτα από κείνη την ιστορία με το πόδι, δεν ξαναπροσπάθησα να το σκάσω. Γιατί, άλλωστε; Για πού, άλλωστε; Αφού τελικά σε πιάνουν. Ο φύλακας, οι βοσκοί, ο έμπορος, ο ψαράς, αφού όλοι το ξέρουν: όποιος το σκάει από δω τον ξαναφέρνουν πίσω. Αν θέλεις να φύγεις, μόνο ιερολόγος μπορείς να γίνεις ή να τρελαθείς ή να αφαιρέσεις με τη θέλησή σου τη ζωή σου. Κι όταν είσαι γυναίκα, ιερολόγος δεν μπορείς να γίνεις.
Σε πείσμα όλων των δυσκολιών και προσβολών, το Κορίτσι καταφέρνει να μάθει ανάγνωση και γραφή. Βρίσκει την ομορφιά σε απλά, καθημερινά πράγματα, βρίσκει τη φιλία σε λίγους και καλούς ανθρώπους, βρίσκει τον έρωτα στο πρόσωπο ενός ιεροσπουδαστή. Βρίσκει τον δρόμο της στη ζωή και ονειρεύεται κόντρα στη θέληση του χωριού που τη θεωρεί ανάξια για όλα. Βρίσκει μέχρι και όνομα, αυτός που της δίνει φτερά στα σακατεμένο πόδι και κάνει την καρδιά της να τραγουδά χρίζεται και νονός της.
«Αλίνα».
«Τι;»
«Αυτό είναι το όνομά σου».
«Α-λί-να;»
«Ναι. Σ΄ αρέσει;»
«Ναι!»
Μόνο που οι καιροί αλλάζουν. Ο θάνατος του ιεροπατέρα και η διαφορετική διακυβέρνηση του χωριού ταράσει την ηρεμία και εξεγείρει αντιδράσεις. Οι γυναίκες πλήττονται με νέους νόμους, η ατομική ελευθερία κατακρεουργείται εντελώς και ο φόβος της τιμωρίας ισοπεδώνει οποιαδήποτε μορφή αντίστασης. Η δύσκολη καθημερινότητα του Κοριτσιού γίνεται δυσβάσταχτη. Της παίρνουν τα ΠΑΝΤΑ. Της λεηλατούν κορμί και ψυχή. Εκείνη όμως τολμά και σηκώνει το ανάστημά της. Και ζητάει εκδίκηση. Και ζητάει ελπίδα. Και ζητάει ελευθερία.
Γιατί είναι έτσι οι νόμοι μας;
…
Γιατί απαγορεύεται να διαβάζω και να γράφω; Να έχω όνομα; Γιατί είμαι αναγκασμένη όλα αυτά να τα κάνω κρυφά και κόντρα στους νόμους; Γιατί όλα χωρίζονται σ΄ ένα άντρας-γυναίκα, είτε το ένα είτε το άλλο; Θέλω να είμαι απλά άνθρωπος. Κι αν αυτό δε γίνεται εδώ, τότε θέλω να φύγω, με τον Γιαέλ, να φύγω από το νησί, να πάω σ’ ένα καλύτερο χωριό, σε μια καλύτερη, ίσως πιο στέρεη χώρα.
Το Μοιρολόι είναι ένα μυθιστόρημα με τη μορφή πραγματείας της πατριαρχικής κοινωνίας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της ατομικής ελευθερίας.
Σε μια μικρογραφία της κοινωνίας, σε ένα χωριό πεντακοσίων κατοίκων, σε ένα άγνωστο νησί, η συγγραφέας οριοθετεί τη νοητή γραμμή ανάμεσα σε εξουσία και καταδυνάστευση. Η αντρική εξουσία έναντι στη γυναικεία υποταγή, η αλόγιστη επίδειξη δύναμης των ”ισχυρών” με σκοπό τον κατακερματισμό της προσωπικότητας, της ελεύθερης βούλησης, του δικαιώματος να ζει κάποιος σύμφωνα με τους δικούς του όρους. Τίθεται το εύλογο ερώτημα: οι νόμοι συντάσσονται για το κοινωνικό καλό, αλλά αυτοί που συντάσσουν τους νόμους είναι άξιοι γι’ αυτό το έργο, διαθέτουν καθαρή καρδιά και μυαλό για να υπηρετήσουν αυτόν τον σκοπό;
Η έντονη συσχέτιση της εξουσιαστικής αρχής με αυτή της θρησκευτικής, συντάσσει ένα μοντέλο κοινωνίας το οποίο είναι γνωστό και ευρέως διαδεδομένο, και η υπακοή σε θρησκευτικούς νόμους προς χάριν του ευρύτερου καλού αποτελεί μια καλή μέθοδο χειραγώγησης. Η παραποίηση του περιεχομένου του ιερού βιβλίου της Κοραβέλ αποτελεί σαφώς μια ένδειξη ότι οι εξουσιαστές δεν διστάζουν μπροστά σε τίποτε, ούτε στην ερμηνεία ενός θεϊκού βιβλίου, για να διατηρήσουν τη δύναμή τους.
Η ανισότητα των δύο φύλων είναι γεγονός αδιαπραγμάτευτο. Στο Μοιρολόι, μπορεί τα στοιχεία που δίνει η συγγραφέας να είναι υπερβολικά, δεν παύουν όμως να είναι αληθινά. Ο αποκλεισμός της γυναίκας από τη μόρφωση, η αφαίρεση της αυτοδιάθεσης του σώματός της, η υπακοή στις προσταγές του συζύγου, η υποταγή και ανοχή στη λεκτική και σωματική βία, είναι μερικά από τα θέματα που τίθενται.
Ένα παραμύθι που ακροβατεί στα όρια του μύθου και της πραγματικότητας και άγει τον αναγνώστη να αποφασίσει τη ροπή του, ποια είναι τα στοιχεία που επιθυμεί να προσδώσει στη φαντασία και ποια είναι αυτά για τα οποία θα υποβληθεί σε αυτοκριτική της άποψής του για τον κόσμο.
Ένας λυγμός μιας αδάμαστης καρδιάς ενός κοριτσιού που του ξεριζώνουν το δικαίωμα να ανήκει κάπου, να έχει οικογένεια, να είναι ευτυχισμένο, να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να έχει ταυτότητα. Μια γροθιά στο κατεστημένο που αφαιρεί από τον άνθρωπο –και ειδικότερα τη γυναίκα– την ελευθερία της βούλησης. Μια επανάσταση ψυχής που δεν χάνει την ελπίδα. Αυτό είναι το Μοιρολόι.
Το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Ένα βιβλίο καθηλωτικό, σπαρακτικό, διδακτικό, που η δύναμή του συγκλονίζει.
Περίληψη: Σ’ ένα φανταστικό νησί κάπου στις ελληνικές θάλασσες, υπάρχει ένα μοναδικό χωριό. Το όνομά του; Όμορφο Χωριό. Είναι όντως τόσο όμορφο;
Το χωριό δε διαθέτει ηλεκτρικό ρεύμα, δεν έχει καταστήματα, πέρα από έναν φούρνο, ένα σιδεράδικο, έναν μύλο κι ένα καπηλειό. Ό,τι παράγει μοιράζεται από τους Πρεσβύτερους εξίσου σε κάθε οικογένεια, και οι χωριανοί ανταλλάσσουν μεταξύ τους προϊόντα και υπηρεσίες. Οι άντρες αποφασίζουν για όλα σαν ανώτερα όντα, ενώ οι γυναίκες δεν έχουν κανένα απολύτως δικαίωμα∙ καθήκον τους είναι να παντρευτούν όποιον τους επιβληθεί, να κάνουν παιδιά, να φροντίζουν τα χωράφια και το σπίτι.
Σ’ αυτή την κλειστή κοινωνία, οτιδήποτε διαφορετικό ενοχλεί και παίρνει διαστάσεις θρύλου. Όπως το «Κορίτσι». Το «Κορίτσι» το ανακαλύπτει ο ιερέας του νησιού νεογέννητο σ’ ένα καφάσι με μπανάνες, και αναλαμβάνει να το μεγαλώσει. Κι εκείνο αποδεικνύεται ξεχωριστό, έχοντας μέσα του τεράστια δίψα για ζωή, για αγάπη, για γνώση.
Αλλά παραμένει μόνο. Το χωριό δεν είναι έτοιμο να κάνει την επανάστασή του. Και το «Κορίτσι» τιμωρείται βάναυσα. Δε λυγίζει, όμως. Επανακάμπτει και εκδικείται. Το όχι και τόσο Όμορφο Χωριό καίγεται όμορφα. Και το «Κορίτσι» ανοίγει τα φτερά του για νέους τόπους.
Ένα μυθιστόρημα στα ίχνη της Ιστορίας της Θεραπαινίδας της Μάργκαρετ Άτγουντ, ένας ύμνος στην αγάπη, στην ελευθερία, στη φύση και στις ανθρώπινες αξίες.
Στοιχεία βιβλίου
Τίτλος: Μοιρολόι
Συγγραφέας: Karen Köhler
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παύλου
Εκδόσεις: Ψυχογιός
ISBN: 978-618-01-3557-2
Σελίδες: 512
Ημερομηνία έκδοσης: 22/10/2020
Επιμέλεια κειμένου: Ζωή Τσούρα