Κωνσταντούρου Μαίρη: Γεννήθηκε στην Αθήνα, όμως πάντα νιώθει νησιώτισσα και διατυμπανίζει πως είναι από τη Χίο, το νησί της μητέρας της. Οι γονείς της ήταν δυο υπέροχοι άνθρωποι… το καλύτερο πρότυπο που θα μπορούσε να έχει.
Τα παιδικά της χρόνια, ανέμελα κι ευτυχισμένα, την εφοδίασαν με τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής της. Η περίοδος της εφηβείας της, γεμάτη υπαρξιακούς προβληματισμούς και αναποτελεσματικές επαναστάσεις, την πέρασε γλυκά κι ανώδυνα στον περίπλοκο κόσμο της αμφισβητούμενης ωριμότητας.
Τα μάτια της παρέμειναν ίδια, όμως άλλαξε σημαντικά ο τρόπος που κοιτάζουν. Η φωνή της υπερασπίζεται πάνω κάτω τα ίδια πράγματα, ωστόσο απέκτησε άλλο πάθος και διαφορετική χροιά. Τ’ αφτιά της, πάντα τεντωμένα, κέρδισαν την ικανότητα να ακούν και όσα αποφεύγουμε -ή και φοβόμαστε- να ομολογήσουμε. Τα χέρια της αγγίζουν την επιφάνεια, όμως έχουν πια τη δύναμη να αισθάνονται το βάθος των πραγμάτων. Και η γεύση της έμαθε να ξεχωρίζει την αληθινή νοστιμιά της αλήθειας από την παραπλανητική απόλαυση του ψεύδους.
Τώρα πια μπορεί να ακούγονται ωραία όλ’ αυτά, όμως οφείλει να ομολογήσει ότι πλήρωσα ακριβά τα μαθήματα που την βοήθησαν να περάσει στην τάξη των “μυαλωμένων ενηλίκων”, των αξιοσέβαστων “μεγάλων”. Κι είναι πολλές οι φορές που την πιάνει η ακατανίκητη επιθυμία να γυρίσει το χρόνο πίσω, να ξαναβρεθεί στην αθώα εποχή της ευπιστίας και του ονειροπολήματος…
Μοιραία, κάποια στιγμή άρχισε να γράφει. Στην αρχή ημερολόγιο, έπειτα σκέψεις, αργότερα αναλύσεις συναισθημάτων και συμπεριφορών. Η Έκθεση ήταν το αγαπημένο της μάθημα κι εκείνη η αγαπημένη των φιλολόγων της. Έκανε όνειρα για την ίδια κι οι καθηγητές της στοιχημάτιζαν πάνω της. Τους έβγαλε ασπροπρόσωπους όταν πέρασε στη Φιλοσοφική, αλλά τους απογοήτευσε οικτρά όταν παράτησε τις σπουδές της για να παντρευτεί. Ωστόσο, κράτησε πάντα σαν εραστή της τη λογοτεχνία.
Συνέχισε να γράφει και εργάστηκε ως μεταφράστρια βιβλίων για πάνω από δώδεκα χρόνια. Κι όταν ο γάμος της τελείωσε, έκανε την κίνηση να αποτυπώσει τις εμπειρίες της στο χαρτί. Έτσι, δημιουργήθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα, “Όταν οι Γυναίκες Τολμούν”, κι έτσι βρήκε το δρόμο που πάντα γύρευε.
Μέχρι τότε, δεν πίστευε ότι θα διεκδικούσε ποτέ τον τίτλο του “συγγραφέα”, όμως η αγάπη της για το γράψιμο και τα απίθανα σενάρια που συνθέτει καθημερινά η ίδια η ζωή την παροτρύνουν να μπερδεύεται κάθε τόσο με τις νεράιδες και τους δράκους, τους όμορφους πρίγκιπες και τις καλοσυνάτες δεσποσύνες των παραμυθιών που συντροφεύουν αέναα και πεισματικά την ενηλικίωσή μας.