O θρύλος της Χρυσομαλλούσας. Στην Κρήτη, ως γνωστόν, είχαν εγκατασταθεί δώδεκα μεγάλες βυζαντινές οικογένειες, μέλη των οποίων είχαν καθοριστική συμμετοχή στις εξεγέρσεις των Κρητικών κατά των Βενετσιάνων κατακτητών.
Γράφει η Αγγελίνα Παπαθανασίου
Οι εξεγέρσεις είχαν συνήθως τοπικό χαρακτήρα, γιατί οι άρχοντες των μεγάλων οικογενειών ήταν διαιρεμένοι. Μέλη της μεγάλης και αρχοντικής οικογένειας Σκορδύλη είχαν εγκατασταθεί σε διάφορα σημεία της Κρήτης, ανάμεσα στα οποία ήταν και η Χώρα Σφακίων.
Ο άρχοντας Σκορδύλης των Σφακίων είχε εννέα γιους και μια κόρη 16 χρονών. Η κόρη αυτή, η Χρυσή, ξεχώριζε για τη θεσπέσια ομορφιά της και προπάντων για τα κατάξανθα, σαν χρυσάφι μαλλιά της, που συνήθιζε να τα κάνει πλεξίδες. Σ’ όλα τα Σφακιά ήταν γνωστή ως Χρυσομαλλούσα.
Μια ηλιόλουστη μέρα, η Χρυσομαλλούσσα αποφάσισε να περπατήσει ως τη βρύση, στο Μεσοχώρι, συνοδευόμενη φυσικά από τις υπηρέτριές της. Για κακή της τύχη, όμως, συναντήθηκε με τον Βενετσιάνο φρούραρχο, τον Καπουλέτο, που βρέθηκε ξαφνικά μπροστά της είτε από σύμπτωση είτε γιατί το επεδίωξε.
Θαμπωμένος από την ομορφιά της, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πόθο του γι’ αυτήν. Την έσυρε απότομα κοντά του και τη φίλησε. Η Χρυσή, με θαυμαστή ψυχραιμία, σήκωσε το χέρι της και με όση δύναμη διέθετε το κατέβασε στο μάγουλο του Καπουλέτου, ενώ οι συνοδοί της άρχισαν να τον πετροβολούν.
Ο φρούραρχος, όμως, δεν έχασε καιρό, τράβηξε μαχαίρι και μεμιάς έκοψε τις ολόξανθες πλεξίδες της, παίρνοντάς τες για λάφυρο. Όταν η Χρυσή γύρισε στο αρχοντικό κλαίγοντας και διηγήθηκε τι είχε συμβεί, ο πατέρας της έγινε θεριό ανήμερο. Χωρίς να χάσει καιρό, συγκέντρωσε μερικούς από τους ανθρώπους του και ανηφόρισαν στο κάστρο, όπου κατακρεούργησαν τον φταίχτη και το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς.

Μόλις τα μαντάτα για τη σφαγή έφτασαν στον Χάνδακα, ο δούκας της Κρήτης έστειλε στρατό στη Χώρα για να συλλάβει τους Σκορδύληδες. Καταλαβαίνοντας, όμως, τι θα επακολουθήσει, ολόκληρη η οικογένεια Σκορδύλη, μαζί με δεκαεπτά παλικάρια από τις συγγενικές οικογένειες των Ψαρομιλλήγγων και των Πάτερων, είχαν ξεκινήσει για το φαράγγι της Σαμαριάς, το καταφύγιο των επαναστατών και των κυνηγημένων. Εδώ, στα φοβερά γκρεμνά και τις λέσκες των αγριμιών, τα γενναία παλικάρια απέκρουαν τις επιθέσεις των Βενετσιάνων, που δεν ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιους κακοτράχαλους τόπους και δεν μπορούσαν να καταβάλουν τους Σφακιανούς.
Οι πολιορκημένοι υπέφεραν τα πάνδεινα και ίσως να μην είχαν αντέξει, αν όλο αυτό το διάστημα άλλοι Σφακιανοί δεν τους εφοδίαζαν, κινδυνεύοντας να γκρεμιστούν ή να φονευθούν από τους πολιορκητές. Νύχτα ή όταν λυσσομανούσαν οι καταιγίδες ή έπεφτε χιόνι, κατέβαιναν σαν τα αγρίμια από τους θεόρατους γκρεμούς και τους προμήθευαν με εφόδια.
Η Χρυσή είχε υποστεί ψυχικό κλονισμό και διαρκώς είχε τον φόβο μήπως καταφέρει να φτάσει ως αυτήν κάποιος Βενετσιάνος για να την εκδικηθεί. Υπέφερε στη σκέψη πως όλος αυτός ο χαλασμός, η ταλαιπωρία και οι σκοτωμοί είχαν προκληθεί εξαιτίας της.
Κάποτε οι Βενετσιάνοι βαρέθηκαν την ανώφελη πολιορκία και τους σκοτωμούς και με κάποιο πρόσχημα αποχώρησαν, άγνωστο με ποια συμφωνία, και οι πολιορκούμενοι ξαναγύρισαν στη Χώρα Σφακίων. Η Χρυσή, όμως, δεν ήθελε ν’ ακούσει για γυρισμό στον τόπο της προσβολής και ήταν σχεδόν βέβαιη ότι η ιστορία θα είχε συνέχεια. Έγινε καλόγρια και έμεινε στη Σαμαριά. Ίσως τότε να χτίστηκε και το εκκλησάκι της Οσίας Μαρίας, ως τάμα λυτρωμού.