Οικογενειακές σχέσεις, απώλεια, πόνος, ίντριγκες και αντιπαλότητες μιας μικρής κοινωνίας, σασπένς, αλλά και το έντονο μεταφυσικό στοιχείο κάνουν τα Σκοτεινά βάθη ένα πολύ δυνατό θρίλερ. Μια ατμοσφαιρική ιστορία για τον χειρότερο φόβο κάθε γονιού, για τον πόνο, την απώλεια και την ελπίδα, αλλά και την οµορφιά της άγριας θάλασσας. Ένα ανάγνωσμα με μεταφυσικά στοιχεία και πινελιές αστυνομικού.
Προσωπική άποψη: Χαρά Δελλή
Μην ακούς το κάλεσμα της θάλασσας. Δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να κρύβει. Τιμωρεί όσους δεν τη σέβονται και την αψηφούν.
Που; Στη Σουηδία. Πότε; Κάποιον παγωμένο χειμώνα. Τι; Μια μυστηριώδης εξαφάνιση στη θάλασσα…
Ένα μικρό τρίχρονο αγοράκι εξαφανίζεται στις 11 Ιανουαρίου. Το κόκκινο κουβαδάκι του επιπλέει στο νερό. Ο θρύλος λέει ότι ο ωκεανός μπορεί να δελεάσει τα παιδιά και να τα παρασύρει να χαθούν στα βάθη του για πάντα… Λες και η θάλασσα ήθελε τα παιδιά και τα καλούσε κοντά της.
– Μήπως είδες ή άκουσες τίποτα παράξενο εκεί έξω;
– Παράξενο; Σαν τι δηλαδή;
Εκείνος ανασήκωσε τους ώµους.
–Ήχους ίσως; Κραυγές; Ένας ηλικιωµένος ντόπιος που γνώριζε ο πατέρας µου είπε κάποτε ότι οι ψαράδες έλεγαν ότι τους χειµώνες άκουγαν καµιά φορά φωνές από τη θάλασσα.
Η συγγραφέας δίνει έμφαση σε περιγραφές που καλλιεργούν μυστήριο ή στοχεύουν σε έντονα συναισθήματα. Οι περισσότεροι χαρακτήρες της ψυχογραφούνται ικανοποιητικά, κερδίζοντας τον αναγνώστη. Είναι τέχνη να ξεκινάς ζωντανεύοντας τον μεγαλύτερο φόβο κάθε γονιού. Να χάσεις το παιδί του, ανήμπορος να το βοηθήσεις ή να το προστατέψεις. Με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεσαι στις τύψεις της αποτυχίας. Βιώνεις όλα τα στάδια του πένθους του γονιού μαζί του.
Ένα μυστηριώδες ημερολόγιο μαρτυρά πως και άλλα παιδιά έχουν βρει τραγικό θάνατο στα ίδια νερά την ίδια µέρα του Γενάρη, όλα στο ίδιο ακριβώς σηµείο, αν και µε µερικές δεκαετίες διαφορά. Τραγική σύµπτωση ή µήπως η θάλασσα καλεί τα παιδιά στα σκοτεινά της βάθη; Σε ποιους ασκεί μια ανεξήγητη έλξη το νερό και γιατί; Κι αν το παιδί είναι ζωντανό;
Δεν χρειαζόταν ν’ αφουγκράζεται τη θάλασσα ή να της μιλάει, τα καταλάβαινε έτσι κι αλλιώς όλα με όλη του την ύπαρξη, το πώς όλα συνδέονταν. Ένιωθε ότι η θάλασσα ήταν η πύλη της καθαρής ύπαρξης και ότι η έλξη της ήταν ακόμα ισχυρότερη όταν το εγώ ήταν στην πιο αδύναμη κατάστασή του, όπως σε μωρά, όσο νεαρότερο το άτομο τόσο καλύτερα, ή όπως στο ηλικιωμένο άτομο που έχει καταρρεύσει ή στο συντετριμμένο, θλιμμένο άτομο, αυτό που επιθυμεί να φύγει μακριά, το άτομο που λαχταρά να παρατήσει τα πάντα, ν’ αφεθεί να παρασυρθεί με όλα τ’ άλλα.
Ο Μάρτιν, της ήρεμης στοχαστικότητας, η σύζυγός του Αλεξάντρα, της ζωντάνιας, της ομιλητικότητας, της πρακτικότερης ενέργειας στην επίλυση προβλημάτων, ο τρίχρονος Άνταμ και η μερικών μηνών κόρη τους Νέλι, μετακομίζουν στο εξοχικό τους, στο νησί Ούρουστ, στις δυτικές ακτές της Σουηδίας. Ο πατέρας ασχολείται με τη μυδοκαλλιέργεια, αλλά σύντομα έχει ν’ αντιμετωπίζει θέματα με ντόπιους που χρησιμοποιούσαν το χώρο.
Κατά τη διάρκεια ενός σύντομου ταξιδιού μαμάς και κόρης στην Κοπεγχάγη, ο Μάρτιν μένει μόνος με τον Άνταμ. Ετοιμάζονται για πικνίκ στην παραλία όταν ένα τηλεφώνημα αποσπά στιγμιαία την προσοχή του πατέρα και ο μικρός εξαφανίζεται… Βρίσκουν μόνο το κόκκινο κουβαδάκι του να επιπλέει στη θάλασσα οπότε εύκολα -όχι όλοι- συμπεραίνουν πως έτρεξε προς τη θάλασσα και πνίγηκε.
Απόγνωση κι ανείπωτη θλίψη. Πώς νιώθει κανείς όταν συμβεί το χειρότερο; Μπορεί να ξεπεράσει κανείς μια τέτοια απώλεια; Φαίνεται ένα άτομο αν είναι ένοχο ή αθώο;
Με θλίψη στην ψυχή η Αλεξάντρα σκέφτηκε ότι ο πατέρας της είχε γίνει ο μπαμπάς που ο Μάρτιν δεν είχε την αντοχή να είναι πια.
Η απώλεια αυτή θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την οικογένεια. Οι γυναίκες εγκαταλείπουν το σπίτι για το πατρικό της μητέρας και ο πατέρας βυθίζεται στην κατάθλιψη, στον πόνο, στις ενοχές και στα αναπάντητα ερωτήματα μη μπορώντας να εγκλιματιστεί στη νέα πραγματικότητα. Αφήνεται στην πτώση, χωρίς αντίσταση. Στο άγχος-φάντασμα, που υπήρχε εκεί κι ας μην το ένιωθε. Σε μια φυσαλίδα μη επαφής, να παίζει τον ρόλο του εαυτού του, να μην μπορεί να δει πέρα από το φταίξιμό του. Άνευ δυνατότητα παρηγοριάς ή επικοινωνίας. Χωρίς διάθεση να υπάρχει καν. Μόνο ν’ αναπνέει. Για λίγο.
Μπορεί να ορθοποδήσει η ζωή μετά την κατάρρευση;
Η είσοδός του στο δωμάτιο του παιδιού θα τον έστελνε σε άγνωστες εσχατιές, σε ακόμα τροκακτικότερες εσχατιές της ψυχής. Θα χρειαζόταν να συναντήσει κάποιον μέσα του που δεν τολμούσε ν’ αντικρίσει. Ένιωθε ασφαλέστερος εκεί όπου βρισκόταν τώρα, όπου κι αν ήταν αυτό.
Ομολογώ πως περίμενα περισσότερα. Γενικά, από τα πάντα. Βρήκα αργή την εξέλιξη της ιστορίας. Μιας ιστορίας την οποία έχω ξανασυναντήσει. Περίμενα στοιχεία και ενδείξεις για τη σύνδεση/μετάβαση από σελίδα σε σελίδα που δεν ήρθαν. Η μοναδική ανατροπή έρχεται -ευτυχώς- στο τελευταίο μέρος του βιβλίου για να το σώσει κάπως.
Η γραφή όμως είναι ιδιαίτερη και η μετάφραση του κύριου Κονδύλη παραπάνω από άρτια. Απεικονίζεται άριστα ένα πλανόδιο μυστήριο κι ένας μυστικισμός μαζί με παλιούς θρύλους που θέλγουν. Υπάρχει μια σταδιακή προσέγγιση στην ψυχολογία των ηρώων του βιβλίου, μέχρι να φωτιστεί η παραμικρή πτυχή τους. Το περιβάλλον εναρμονίζεται απόλυτα με την εκάστοτε δράση, πασπαλίζοντας με αστερόσκονη την πλοκή. Και κινηματογραφικά, πιστεύω, θα είχε πράγματα να δώσει.
Ήταν σκοτάδι ακόμη. Ο κήπος αναπαυόταν στο πρωινό κρύο και σύντομα θα φαινόταν και η ανοιχτή θάλασσα πέρα από τη μικρή βραχονησίδα καθώς και οι κοντινότερες νησίδες. Ο πορθμός Σκάγερακ, απέραντος και άγριος.
(…)
Άκουσε από τη μεριά της θάλασσας την κραυγή ενός ήταυρου ή τρανομουγκάνας, που έμοιαζε με πνιχτή μπουρού πλοίου. Ήταν ένας δυσάρεστος ήχος και κατάλαβε γιατί οι αγρότες πίστευαν παλιά ότι ο ήχος προερχόταν από κακόβουλα στοιχειά.
Θίγονται οι θεσμοί της οικογένειας, της ανθρώπινης επαφής, της φιλίας, σίγουρα και εντονότερα ο πόνος της απώλειας αλλά και η ίδια η μυστηριώδης ομορφιά της θάλασσας και τέλος η ελπίδα.
Μύθοι και πραγματικότητα. Βρες το μονοπάτι της αλήθειας ανάμεσά τους.
Την ελπίδα εδώ εκπροσωπεί η Μάγια Λίντε, μια πρώην φωτογράφος της αστυνομίας, που μετά την εξαφάνιση του Άνταμ, ερευνά προσωπικά την υπόθεση για να έρθει αντιμέτωπη με τα μυστικά της πόλης, των κατοίκων και τους μύθους για τη θάλασσα. Η φωτογράφος βρίσκεται σε περίοδο αλλαγών και βρίσκει για κάποιο διάστημα ένα σπιτάκι στην περιοχή.
Κάτω στο νερό υψώνονταν τα βράχια σαν δεινόσαυροι με δέρμα αυλακωμένο, σχημάτιζαν έναν κόλπο και άφηναν χώρο για μια μικρή πετρώδη παραλία με μισοσαπισμένα φύκη και ενίοτε μερικές ξεβρασμένες μέδουσες.
(…)
Πέρα στ’ ανοιχτά είδε τα κύματα το ένα μετά το άλλο ν΄ ανασηκώνονται προσεκτικά πάνω από την επιφάνεια, να καταρρέουν και να χάνονται, να γίνονται ένα με την απεραντοσύνη της θάλασσας, ν’ αφήνουν χώρο για καινούργια κύματα.
Πόσο εύκολο είναι για τη θάλασσα, σκέφτηκε.
Ένα χανόταν, ένα άλλο ερχόταν – και αυτό ήταν.
Υποκινούμενη από γνήσιο ενδιαφέρον, προσεγγίζει τον απελπισμένο Μάρτιν, τον τόσο ατελέσφορο και ανύπαρκτο, όπως εκείνος νιώθει, χωρίς καμιά απαίτηση ή αντάλλαγμα, και λίγο λίγο κερδίζει την εμπιστοσύνη του, συμμαχώντας για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Για μια προσδοκία πάνω απ’ την επικρατούσα παράλυση. Στη σοφίτα του σπιτιού ανακαλύπτουν πολλά… Μυστικά αποκαλύπτονται ρίχνοντας φως σε αλήθειες που πολλοί δεν γνώριζαν. Για το παρελθόν. Για τη μητρότητα. Για την ανάγκη.
Περίληψη: Καµιά φορά τους χειµώνες, όταν η θάλασσα µοιάζει να βαθαίνει και να σκοτεινιάζει, ακούγονται κραυγές που φτάνουν ως τη στεριά. Κραυγές παιχνιδιάρικες και δελεαστικές.
Ο Μάρτιν, που πάντοτε ένιωθε µια ανεξήγητη έλξη προς τη θάλασσα, µετακοµίζει µε τη σύζυγό του Αλεξάντρα και τα δυο µικρά παιδιά τους στο ειδυλλιακό εξοχικό της οικογένειάς του, σε ένα γραφικό χωριό στο νησί Ούρουστ, στις δυτικές ακτές της Σουηδίας.
Ένα Σαββατοκύριακο του Γενάρη, ένα τηλεφώνηµα αποσπά την προσοχή του και ο τρίχρονος γιος του εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω του µόνο το κόκκινo κουβαδάκι του που επιπλέει στη θάλασσα. Παρά το γεγονός ότι το σώµα του δεν έχει βρεθεί, η αστυνοµία καταλήγει πως πρόκειται για πνιγµό.
Όταν η πρώην φωτογράφος της αστυνοµίας Μάγια Λίντε φτάνει στο Ούρουστ, µαθαίνει για την εξαφάνιση του αγοριού και αποφασίζει να κάνει τη δική της έρευνα. Με τη βοήθεια της Μάγιας ο Μάρτιν θα ανακαλύψει τις κρυµµένες αλήθειες της πόλης και των κατοίκων της που ανέκαθεν έδιναν µυθολογική διάσταση στη θάλασσα.
Μαζί θα κάνουν µια µακάβρια ανακάλυψη: και άλλα παιδιά έχουν βρει τραγικό θάνατο στα ίδια νερά την ίδια µέρα του Γενάρη, όλα στο ίδιο ακριβώς σηµείο, αν και µε µερικές δεκαετίες διαφορά. Είναι δυνατόν να πρόκειται για σύµπτωση ή µήπως η θάλασσα καλεί τα παιδιά στα σκοτεινά της βάθη;
Μια συναρπαστική ιστορία για τον χειρότερο φόβο κάθε γονιού, για τον πόνο, την απώλεια και την ελπίδα, αλλά και την οµορφιά της άγριας θάλασσας.
Στοιχεία βιβλίου
Τίτλος: Σκοτεινά βάθη (Vintervatten)
Συγγραφέας: Susanne Jansson
Μεταφραστής: Γρηγόρης Κονδύλης
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
ISBN: 978-618-03-1257-7
Σελίδες: 312
Ημερομηνία έκδοσης: 30/09/2021