Στη σημερινή συνέντευξη στους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών, ο συγγραφέας Θοδωρής Παπαθεοδώρου μας μιλά για το βιβλίο του «Μικρασία. Το τραγούδι του αποχωρισμού» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
Συνέντευξη
Ρωτάει η Βίκυ Ζηλιασκοπούλου
Καλησπέρα, κύριε Παπαθεοδώρου, σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μας κάνετε και τον χρόνο που μας διαθέτετε. Το νέο σας μυθιστόρημα, με τίτλο «Μικρασία – Το τραγούδι του αποχωρισμού», αυτοτελές και όχι πολύτομο αυτή τη φορά, δεν είναι χαρακτηρισμένο ως ιστορικό. Επικεντρώνεται στη ζωή της Άννας, της πρωταγωνίστριας, αν και το ιστορικό πλαίσιο αποδίδεται ορθά και στον βαθμό που χρειάζεται. Σας ήταν πιο εύκολη η συγγραφή του, συγκρινόμενη με ενός ιστορικού μυθιστορήματος;
Θ.Π.: Η λέξη «ιστορικό» κάτω από τον τίτλο, εάν σε αυτό αναφέρεστε, είναι όπως ακριβώς το αναφέρατε, ένας απλός χαρακτηρισμός. Προσωπικά, ως δημιουργός, ως ιστορικό το εμπνεύστηκα κι ως ιστορικό το έγραψα, τουλάχιστον σε πολλά κομμάτια του, όπως στο πρώτο μέρος του που αφορά την πυρπόληση και την καταστροφή της Φώκαιας. Στο δεύτερο όμως μέρος, δεν είναι ένα μυθιστόρημα ιστορικό αλλά εποχής, εφόσον πραγματεύεται τον προσωπικό, και τιτάνιο, αγώνα της κεντρικής ηρωίδας που προσπαθεί να επιβιώσει στην «άλλη», την άγνωστη Σμύρνη, τη Σμύρνη των καταγωγίων, των καφέ αμάν, των μπορντέλων και των σκλαβοπάζαρων. Γι’ αυτό και απέφυγα τον καθαρό χαρακτηρισμό «ιστορικό» στον τίτλο. Όσο για την ερώτησή σας; Για εμένα ο μόχθος να συγκεντρώσεις και να διασταυρώσεις όλα τα ιστορικά γεγονότα, η αγωνία να είσαι κατά το δυνατόν αληθής και η προσπάθεια να συνταιριάξεις αρμονικά γεγονότα και πλοκή χωρίς να προδώσεις ούτε το ένα ούτε το άλλο, δεν συγκρίνεται με την συγγραφή ενός απλού μυθιστορήματος όπου στην κυριολεξία, γράφεις ό,τι σου καπνίσει, χωρίς δεσμεύσεις.
Συνήθως τα μυθιστορήματα για τη Μικρά Ασία είναι συνυφασμένα με την καταστροφή της Σμύρνης. Εσείς επιλέξατε να αναφερθείτε στα όσα συνέβησαν στην περιοχή τα έτη 1914-1919, κάτι το οποίο αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη για εμένα, αφού δεν το είχα καταλάβει από το οπισθόφυλλο. Πώς αποφασίσατε να επικεντρωθείτε στην ταραγμένη και αβέβαιη εκείνη περίοδο; Πιστεύετε ότι η συντελεσθείσα καταστροφή του 1922 έχει κορεστεί λογοτεχνικά; Θα θέλατε κάποια στιγμή να δώσετε την προσωπική σας συγγραφική νότα για τα γεγονότα;
Θ.Π.: Διότι, όπως σωστά είπατε, υπάρχει πληθώρα μυθιστορημάτων για την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, ως εκ τούτου θεωρώ πως δεν θα πρόσθετε πολλά περισσότερα ένα ακόμα. Εξάλλου, τούτο δω δεν είναι ένα μυθιστόρημα για τη Σμύρνη των 180.000 Ελλήνων, αλλά για ολάκερη τη Μικρασία του 1.500.000. Διαδραματίζεται στη Φώκαια, στην Κόνια, στο Αϊδίνι, στην Καππαδοκία. Το μυθιστόρημα δεν αφορά τους ελάχιστους παραλήδες και ευκατάστατους Σμυρνιούς, δεν αφορά τα μετάξια, τα ασημικά και τα τζοβαΐρια τους, πολύ περισσότερο δεν αφορά μαγείες, μαγικά, ξόρκια, μαντζούνια κι άλλες τέτοιες ανοησίες που υποτιμούν φρικτά τους Μικρασιάτες. Αφορά τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους του μόχθου, όταν χρειάστηκε και του αγώνα, ανθρώπους που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των Μικρασιατών, ανθρώπους όπως ήταν οι πρόγονοι και οι προπάτορες πολλών από εμάς που έχουμε προσφυγικές ρίζες. Τέλος, δεν αφορά τη γνωστή Σμύρνη των αρχοντικών, αλλά την άγνωστη, υπόγεια Σμύρνη των καταγωγίων.
Κατ’ αρχάς δεν πιστεύω πως ήταν καταστροφή. Ήταν αυτοκαταστροφή. Ο τρομερός εθνικός διχασμός και το αβυσσαλέο μίσος ανάμεσα σε Βασιλικούς και Βενιζελικούς έφεραν τον όλεθρο, αυτός ο διχασμός είναι ο κύριος υπεύθυνος, όπως συνήθως συμβαίνει, δυστυχώς, στο «ρωμαίικο». Αν ποτέ καταπιαστώ με τα τραγικά γεγονότα του 1922, εκεί θα εστιάσω κι ετούτο θα αναδείξω, πως η «κατάρα της φυλής μας» έφερε και τότε την καταστροφή. Όπως γινόταν σε κάθε εθνική καταστροφή.
Υπάρχει κάτι επιπλέον που θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες μας για να τους συστήσετε το βιβλίο σας;
Θ.Π.: Δεν ήθελα ένα ακόμα βιβλίο λύπης, θλίψης, στενοχώριας και κλαυθμού για την καταστροφή. Ήθελα ένα βιβλίο τιμής για όλους τους Μικρασιάτες που έχυσαν το αίμα τους και συγκίνησης για τους απλούς ανθρώπους που αλέστηκαν από το ίδιο τους το όνειρο και τις μυλόπετρες της Ιστορίας. Μα πιότερο απ’ όλα ήθελα ένα βιβλίο περηφάνιας για το έθνος μας, τον λαό μας και τον στρατό μας, τα στρατευμένα παιδιά του λαού μας δηλαδή, που ξεκίνησαν το 1912 από τη Θεσσαλία και προελαύνοντας νικηφόρα έφτασαν δέκα χρόνια μετά να καταλάβουν ολόκληρη σχεδόν την Τουρκία και να απελευθερώσουν τη Μικρασία. Αν κάτι χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης και την αγωνία της πλοκής, είναι ετούτες οι τρεις λέξεις: τιμή, συγκίνηση και περηφάνια. Αυτές προσπάθησα να υπηρετήσω, αυτές προσπάθησα να εμφυσήσω στις σελίδες, στις περιγραφές και στις κουβέντες της Άννας Παπάζογλου που ενσαρκώνει την κάθε κόρη, την κάθε αδερφή, την κάθε μάνα της Μικρασίας, του Πόντου και της Θράκης.
Διαβάστε την άποψή μας για το βιβλίο: Μικρασία
Παρατηρώ ότι στα περισσότερα βιβλία σας πρωταγωνίστρια είναι γυναίκα. Πόσο εύκολο σας είναι να μπείτε στη γυναικεία ψυχολογία;
Θ.Π.: Μου ήταν δύσκολο εξαρχής, από τον καιρό που έγραφα την Τετραλογία του Εμφυλίου, ναι, μου ήταν δύσκολο, αυτή είναι η αλήθεια. Μα ήταν συνάμα και μία πρόκληση, αφενός να καταφέρω εντέλει να μπω στη γυναικεία ψυχολογία, αφετέρου να αποκαταστήσω την ασύλληπτη προσφορά των γυναικών στην Ιστορία και τους αγώνες του λαού μας, προσφορά, δυστυχώς, αποσιωπημένη ή, έστω, υποβαθμισμένη από την επίσημη Ιστορία.
Η πατρότητα σας έχει κάνει πιο ευαίσθητο όταν γράφετε; Εννοώ, αν στεναχωριέστε πιο πολύ με τα βάσανα των πρωταγωνιστριών, αν το σκέφτεστε λίγο περισσότερο πριν τις υποβάλλετε σε μαρτυρικές καταστάσεις. (Να στείλω και τις ευχές μου από καρδιάς για μια όμορφη ζωή στη μικρή).
Θ.Π.: Ευχαριστώ από καρδιάς, αγαπητή κυρία Ζηλιασκοπούλου, για τις ευχές σας! Θα σας πω μία κουβέντα μόνο και νομίζω πως θα τα φανερώσει όλα. Εάν την εποχή που έγραφα τις «Κόρες της λησμονιάς» υπήρχε η Μαρίτα μου, πιστεύω πως δεν θα κατάφερνα να ολοκληρώσω ποτέ το μυθιστόρημα. Θα γονάτιζα.
Έχετε έναν ολόδικό σας χαρακτηριστικό τρόπο γραφής, έναν δικό σας τρόπο σύνταξης των προτάσεων που δεν τον έχω συναντήσει σε άλλον συγγραφέα και προσωπικά βρίσκω πολύ όμορφο. Επίσης, σε κάθε μυθιστόρημα χρησιμοποιείτε στην ομιλία των πρωταγωνιστών στοιχεία από το ιδίωμα της περιοχής και της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Δεν γίνεται πιστή απόδοση της ομιλίας οπότε είναι εύκολο στην ανάγνωση, και αυτό σε συνδυασμό με τον τρόπο γραφής σας με βοηθά να μεταφερθώ νοερά λίγο πιο κοντά στην εποχή που περιγράφετε. Πόσο δύσκολο είναι να γράφετε έτσι, χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο που διαφέρει (έστω και μερικώς) από αυτό της καθομιλουμένης; Πώς τα καταφέρνετε;
Θ.Π.: Η ντοπιολαλιά είναι άλλο ένα δύσκολο σημείο στο ιστορικό μυθιστόρημα, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ. Μα είναι σύγκαιρα και ένας βασικός τρόπος για να μεταφέρεις τον αναγνώστη στον ξένο τόπο και στον μακρινό χρόνο. Να τον κάνω, όσο μπορώ, να ζήσει μαζί με τους ήρωες και να βιώσει τα γεγονότα, όχι απλώς να τα διαβάσει. Να τραβήξει έναν μπερντέ και να μεταφερθεί εκεί, μαζί τους, δίπλα τους, να νιώσει, να συναισθανθεί. Αυτό πασχίζω να πετύχω σε κάθε μου μυθιστόρημα.
Δεν θα συγχωρούσα τον εαυτό μου αν δεν ρωτούσα: έχετε στο μυαλό σας κάποιο νέο μυθιστόρημα; Πείτε μας λίγα πράγματα για την καθημερινότητά σας… Πώς βρίσκετε χρόνο για συγγραφή; Διαβάζετε μυθιστορήματα; Υπάρχει κάποιο είδος που προτιμάτε; Μπορείτε να μας προτείνετε ένα βιβλίο ή έναν συγγραφέα που αγαπήσατε στα παιδικά ή εφηβικά σας χρόνια; Στην ενήλικη ζωή σας;
Θ.Π.: Έχω πολλά, μα ακόμη δεν έχω διαλέξει τον δρόμο μου, είναι αρκετά νωρίς και πρέπει πρώτα να φύγω από τη Μικρασία που κυριαρχεί στο μυαλό και στη σκέψη μου.
Με κόπο. Και τώρα πια, με μια δίχρονη κορούλα να αλωνίζει στο σπίτι, ακόμα πιο δύσκολα. Ευτυχώς, τα δίχρονα χρειάζονται έντεκα με δώδεκα ώρες ύπνου. Σε εμένα από την άλλη, αρκούν συνήθως πέντε με έξι ώρες. Ε, η διαφορά αυτή των έξι ωρών είναι η «Μικρασία», το μυθιστόρημα που κρατάτε στα χέρια σας. Πολύ αργά τη νύχτα, ή στο γλυκοχάραμα, έγραψα τις περισσότερες σελίδες της.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου διαβάζω διαρκώς, είναι ίσως η μόνη απαραίτητη προϋπόθεση για να ασχοληθεί κανείς με τη συγγραφή, δεν υπάρχει άλλη. Δεν διαβάζω μόνο μυθιστορήματα, μα και πολλά δοκίμια, ιστορικά ή φιλοσοφίας. Τα μυθιστορήματα, βεβαίως, κατέχουν τη μερίδα του λέοντος. Προτιμώ τα ιστορικά (τι πρωτότυπο, ε;) μα όχι αυτά που είναι απλώς εποχής, θέλω μαζί με την αναγνωστική απόλαυση να κερδίζω και τη γνώση. Μου αρέσουν επίσης τα λεγόμενα αστυνομικά, αλλά όχι του τύπου «τι είδε ο μπάτλερ πίσω από τις πικροδάφνες», προτιμώ να έχουν και κοινωνικές προεκτάσεις. Αυτά που δεν αντέχω είναι τα απλοϊκά και γλυκανάλατα αισθηματικά, έστω κι αν οι εκδότες για λόγους εμπορικούς τα βαφτίζουν «κοινωνικά». Τονίζω τα «απλοϊκά και γλυκανάλατα», γιατί μία καλογραμμένη ιστορία αγάπης κι έρωτα, προφανώς την απολαμβάνω κι εγώ.
Αγαπώ απίστευτα και θα αγαπώ πάντα τον Εκτόρ Μαλό και το «Χωρίς οικογένεια». Ήταν το βιβλίο που με έμπασε στη μαγεία της ανάγνωσης κι ακόμη υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι τον μικρό Ρεμί με συγκίνηση. Για να απαντήσω ευθέως στην ερώτησή σας, από τους ξένους μου αρέσουν διαχρονικά ο Ρόμπινς, ο Πρέσφιλντ, ο Μάρκες, ο Κερ, η Γιαναγκιχάρα, η Κεντ, η Ρούνεϋ. Στη γλώσσα μας, που αφορούν τα περισσότερα διαβάσματά μου, ο Ξανθούλης, η Καρυστιάνη, ο Ζουργός, η Διβάνη, ο Δάνδολος, η Σωτηρίου, ο Καραγάτσης και, βεβαίως, ο μεγάλος Τσιφόρος που, προσωπικά θεωρώ, όμοιός του δεν υπάρχει, είναι ένας και μοναδικός.
Κλείνοντας, και αφού σας ευχαριστήσω για την ειλικρίνειά σας, θα θέλατε να πείτε κάτι στους αναγνώστες μας;
Θ.Π.: Να προσέχουν και να λογαριάζουν πάντα τα δύο πολυτιμότερα πράγματα στη ζωή τους. Την υγεία και τον χρόνο.
Επιμέλεια: Ζωή Τσούρα