Η Πυρά. Μια γλυκόπικρη ιστορία ενηλικίωσης τυλιγμένη σε πολιτική μελαγχολία και διαποτισμένη με μαγικό ρεαλισμό, από τον βραβευμένο Ούγγρο συγγραφέα György Dragomán.
Προσωπική άποψη: Ζωή Τσούρα
Η δεκατριάχρονη Έμα ζει σε ορφανοτροφείο μετά τον θάνατο των γονιών της. Εκεί, τη βρίσκει η γιαγιά της, με την οποία δεν είχαν γνωριστεί ποτέ, και την παίρνει στο σπίτι της να ζήσουν μαζί. Η Γιαγιά φαίνεται στην Έμα ένας πολύ παράξενος άνθρωπος, με περίεργες συνήθειες και ιδέες. Γενικώς ο κόσμος είναι ένα πολύ παράξενο μέρος για την Έμα, που παρατηρεί και βιώνει έντονα τα πάντα. Καθώς εγκαθίσταται στο νέο της σπίτι και συνηθίζει την καινούργια της καθημερινότητα, καθώς πηγαίνει στο σχολείο, γνωρίζεται με τους ντόπιους και αλληλεπιδρά με τη Γιαγιά, η Έμα μεγαλώνει, αλλάζει, ωριμάζει, μαθαίνει σκληρές αλήθειες και απομυθοποιεί ανθρώπους και καταστάσεις. Μαζί της, παράλληλα, την ίδια μεταμορφωτική διαδικασία περνά και η χώρα της, μία ανώνυμη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία έχει πρόσφατα ανατρέψει το κομμουνιστικό της καθεστώς και εισέρχεται σε μία νέα περίοδο της ιστορίας της, η οποία, αντίθετα με τις υποσχέσεις και τις προσδοκίες, δεν είναι η ρόδινη ευτυχισμένη ομαλότητα που φαντασιώνονταν οι κάτοικοί της.
Τώρα δεν μου χρειάζεται το πείσμα, αλλά να μάθω πώς να φέρομαι έξυπνα και να ξεγελάω, δεν πρέπει να με απασχολεί ο πόνος τώρα, αλλά τα ψέματα, τα ψέματα και οι αλήθειες, γιατί αυτά τα δύο μπορούν να γίνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα· ό,τι θελήσω εγώ να είναι, αυτό θα είναι, το ένα είναι μια άσπρη πέτρα, το άλλο είναι μια μαύρη πέτρα, και δεν έχει σημασία ποια θα διαλέξω, γιατί, αν τυλίξω τα δάχτυλά μου γύρω από την πέτρα που διάλεξα, θα εξαφανιστεί μέσα στη χούφτα μου και θα είναι μόνο δική μου, και από τότε κι έπειτα, μόνο εγώ θα ξέρω τι χρώμα είναι η πέτρα, και θα μπορώ να κάνω με αυτήν ό,τι θέλω.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, η Πυρά φαίνεται πως είναι ένα βιβλίο ιδιαίτερο, αρχικά από τον αφηγηματικό τρόπο που έχει επιλέξει ο συγγραφέας. Διάλογοι στο βιβλίο δεν υπάρχουν πουθενά. Μιλούν οι χαρακτήρες μεταξύ τους, όμως δεν θα βρείτε πουθενά εισαγωγικά, παύλες, άμεσο λόγο. Τα πάντα ειπώνονται μέσα στην αφήγηση, σε πλάγιο λόγο, μέσα από την πρωτοπρόσωπη οπτική της Έμα. Στην αρχή με ξένισε πολύ αυτή η επιλογή, στη συνέχεια όμως τη συνήθισα και πορεύτηκα συμφιλιωμένη με αυτή την έλλειψη αμεσότητας –εντεινόμενη από τις μεγάλης έκτασης προτάσεις–, που κάνει μεν το βιβλίο «βουβό», συμβάλλει όμως δε στην αίσθηση ότι διαβάζεις ένα παραμύθι, λίγο πιο ονειρικό, λίγο πιο αφηρημένο.
Η Έμα ως αφηγήτρια είναι επίσης ιδιαίτερη, μα και πολύ επιτυχημένη. Ο συγγραφέας έκανε εξαιρετική δουλειά στο να αφηγηθεί μια ιστορία πραγματικά μέσα από τα μάτια ενός δεκατριάχρονου κοριτσιού, ενός παιδιού φοβισμένου, πληγωμένου, ανασφαλούς, πολύ ευαίσθητου, με καλλιτεχνική φύση και ευγενική ψυχή, μπερδεμένου από τον κόσμο και τη σκληρότητα των μεγάλων. Η Έμα, όπως πολλοί έφηβοι, έχει την ικανότητα να εξαφανίζει τον κόσμο γύρω της και να εστιάζει με απόλυτη συγκέντρωση σε κάτι φαινομενικά μικρό, ασήμαντο –μια μυρμηγκοφωλιά, ένα δέντρο, τη ζύμη του ψωμιού– και να ασχολείται εμμονικά με αυτό για σελίδες, εκμαιεύοντας από την κάθε τέτοια ενασχόληση διδάγματα και εμπειρίες που δεν είναι αυτόματα ορατές, αλλά κρύβονται σε βαθύτερα επίπεδα αν τις καλοσκεφτεί ο αναγνώστης.
Παράλληλα, ο ενήλικος αναγνώστης κατανοεί και πράγματα τα οποία διαφεύγουν από την Έμα λόγω της αθωότητάς της, πράγματα που αφορούν την ασχήμια της κοινωνίας, την απληστία και τη διπροσωπία των ανθρώπων, είτε αυτά ανήκουν στην πολιτική είτε όχι. Για παράδειγμα, με εντυπωσίασε πόσο άσχημα φέρονται πολλοί –αν όχι όλοι– στην Έμα και το αποδέχεται ως φυσιολογικό (ή, τουλάχιστον, δεν δίνει κάποια υπόνοια ότι το εκλαμβάνει ως μη φυσιολογικό). Σχολικός εκφοβισμός, λεκτική και συναισθηματική βία, και κυρίως, η απαίσια συμπεριφορά των αγοριών προς τα κορίτσια. Ένιωσα για άλλη μια φορά ευγνώμων για την πρόοδο της σημερινής κοινωνίας σε αυτά τα ζητήματα.
Απ’ την άλλη μεριά όμως, υπάρχουν πράγματα που κατανοεί η Έμα αλλά ο αναγνώστης αμφιβάλλει για αυτά: εκεί που η πραγματικότητα μπλέκεται με τη φαντασία, και το μυαλό ενός παιδιού συμπληρώνει τα κενά ή εξηγεί τα ανεξήγητα. Υπάρχει στ’ αλήθεια φάντασμα του παππού ή το φαντάζεται η Έμα; Στ’ αλήθεια είναι μάγισσα η Γιαγιά ή έτσι πιστεύει η Έμα; Εναπόκειται στην κρίση του αναγνώστη πώς θα ερμηνεύσει την Πυρά και τι θα διαλέξει να πιστεύει.
Αγαπημένο μου κομμάτι του βιβλίου, τα αποσπάσματα όπου ταξιδεύουμε στο παρελθόν και μαθαίνουμε τα μυστικά της Γιαγιάς, τη φρικτή εμπειρία που τη σημάδεψε όταν ήταν μικρή, κατά το πογκρόμ των Εβραίων. Εδώ ξανά ο συγγραφέας κάνει μία πιο σπάνια αφηγηματική επιλογή, αυτή της δευτεροπρόσωπης αφήγησης, και ο συναισθηματικός αντίκτυπος μεγαλώνει.
Ξεκινάς να σκαρφαλώνεις στο περβάζι· στα ρουθούνια σου έχεις τη μυρωδιά των σαπισμένων φύλλων και της υγρής γης, στα δάχτυλά σου έχεις την ανάμνηση της μαλακής λάσπης, ξέρεις πώς είναι να την αλείφεις στο κορμί σου, ξέρεις πια πως όλα όσα λένε για σένα είναι αλήθεια.
Θα γυρίσεις πίσω, εκεί είναι το σπίτι σου, εκεί είναι η θέση σου. Δεν θέλεις να γυρίσεις πίσω, κι όμως εκεί θα γυρίσεις.
Συνολικά, Η Πυρά είναι ένα διαφορετικό και ιδιαίτερο βιβλίο το οποίο ναι, καταλαβαίνω απόλυτα γιατί ήταν υποψήφιο για τόσα βραβεία, όμως επισημαίνω ότι δεν θα ταιριάξει σε όλους. Είναι στον πυρήνα του ένα κοινωνικό μυθιστόρημα και σε δεύτερο επίπεδο ένα πολιτικό μυθιστόρημα. Μη σας μπερδέψει η λέξη «μάγισσα» στο οπισθόφυλλο: δεν πρόκειται επ’ ουδενί για βιβλίο φαντασίας. Είναι ένα καθαρό βιβλίο μαγικού ρεαλισμού το οποίο ακολουθεί τα βήματα της Ιζαμπέλ Αλιέντε και του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, έτσι θεωρώ ότι όσοι αγαπούν αυτούς τους συγγραφείς και άλλους ομοειδείς τους, θα βρουν στην Πυρά ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα που θα τριγυρνά στο μυαλό τους για καιρό.
Τις ιστορίες που πονάνε πολύ, δεν μπορείς να τις πεις παρά μονάχα με τέτοιον τρόπο ώστε αυτοί που τις ακούν να νιώσουν ότι συνέβησαν στους ίδιους – σαν να ήταν δικές τους ιστορίες.
Περίληψη: Η δεκατριάχρονη Έμα μεγαλώνει σε μια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης με δικτατορικό καθεστώς, όπου η καταπίεση δεν έχει τέλος. Όταν οι γονείς της σκοτώνονται, μπαίνει σε ορφανοτροφείο, αλλά πολύ σύντομα την παίρνει από εκεί η γιαγιά της, μια ηλικιωμένη γυναίκα την οποία η Έμα γνωρίζει για πρώτη φορά.
Και ενώ η πατρίδα της συγκλονίζεται από μια βίαιη επανάσταση, η Έμα –σαν μαθητευόμενη μάγισσα– αρχίζει να μαθαίνει τους τρόπους της Γιαγιάς, που ξέρει να λέει το φλιτζάνι, μπορεί να πληγώνει ή να γιατρεύει ανθρώπους κατά βούληση και μοιράζεται το σπίτι της με το φάντασμα του νεκρού άντρα της. Αλλά δεν είναι αυτός ο μοναδικός λόγος που οι περισσότεροι κάτοικοι της μικρής πόλης αντιμετωπίζουν τη Γιαγιά με καχυποψία και περιφρόνηση. Υποψιάζονται ότι αυτή και ο μακαρίτης σύζυγός της είχαν κάποια ανάμιξη στην εξαφάνιση επίσημων εγγράφων της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος.
Καθώς η Έμα μαθαίνει την ιστορία της οικογένειάς της, συνειδητοποιεί ότι πασπαλίζοντας την καθημερινότητα με λίγη μαγεία οι παππούδες της έβρισκαν μια διαφυγή από την ωμή πραγματικότητα.
Ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα με την απειλητική και συνάμα ελπιδοφόρα ατμόσφαιρα ενός παραμυθιού.
Στοιχεία βιβλίου
Τίτλος: Η Πυρά
Συγγραφέας: György Dragomán
Εκδόσεις: Κλειδάριθμος
Ημερομηνία έκδοσης: 11/05/2022
Σελίδες: 520
Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη
ISBN: 978-960-645-279-6